Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Nicanor Parra [1914- 23 Ιανουαρίου 2018]


ΕΠΙΤΑΦΙΟ
Μετρίου ύψους, με φωνή 
ούτε στριγκή ούτε βαθιά
πρωτότοκος ενός δασκάλου
και μιας ράφτρας,
εκ φύσεως ισχνός
καίτοι καλοφαγάς,
με βουλιαγμένα μάγουλα,
μάλλον τεράστια αυτιά,
τετράγωνο σαγόνι,
μάτια σχιστά,
σχεδόν κλειστά,
μύτη μιγάδα
πυγμάχου
κι από κάτω ένα στόμα
Αζτέκικου ειδώλου - όλα αυτά
λουσμένα σε μια λάμψη μεταξύ
ειρωνείας και μοχθηρίας· ούτε πολύ
έξυπνος ούτε εντελώς
ηλίθιος, υπήρξα
απλά αυτός που υπήρξα:
λαδόξυδο, λουκάνικο
ανάμεικτο από άγγελο και κτήνος.
[ΜΤΦΡ: Γ. ΜΠΛΑΝΑΣ]

Ο Nicanor Parra (Νικανόρ Πάρρα) γεννήθηκε το 1914 στο Chillan, μια μικρή πόλη στη νότια Χιλή. Στις φλέβες της οικογένειας φαίνεται ότι έρεε καλλιτεχνικό αίμα· ο αδελφός του, Angel Parra, που φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Pinochet, υπήρξε διάσημος λαϊκός τραγουδιστής και η αδελφή του, Violeta Parra, σημαντική ζωγράφος. Ο ίδιος έδειξε, αρχικά, κλίση προς τα μαθηματικά και τη φυσική, και σπούδασε αυτές τις επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Χιλής. Στη συνέχεια, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Μπράουν, και διετέλεσε καθηγητής θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Χιλής. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1937, με τη συλλογή "Cancionero sin nombre" ("Βιβλίο τραγουδιών δίχως όνομα"). Είναι ωστόσο το 1954, με τα "Poemas y antipoemas" ("Ποιήματα και αντιποιήματα"), που θα βρει τον εντελώς δικό του δρόμο. Προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τις συμβάσεις της ποίησης, αποκηρύσσει την αβρότητα, που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, και υιοθετεί ένα ύφος πιο κουβεντιαστό, πλησιέστερο προς τον πεζό λόγο. Το βιβλίο αυτό θεωρείται ως μία από τις πιο επηρεαστικές συλλογές ισπανόφωνης ποίησης του 20ού αιώνα και αναφέρεται, ως πηγή έμπνεησης, από αμερικανούης beat ποιητές, όπως o Allen Ginsberg. O Parra δεν φαίνεται να εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Neruda, εκπρόσωπο της αμέσως προηγούμενης ποιητικής γενιάς. Πλήθος είναι τα καρφιά και τα υπονοούμενα, στα ποιήματά τοιυ, για τους ακαταλαβίστικους, δήθεν κομμουνιστές, αλλά, στην ουσία, αστούς ποιητές που, ενώ κόπτονται για τα δίκαια του λαού, κυνηγούν κάθιδροι τίτλους και αξιώματα. Ο ίδιος ο Parra υπήρξε επίσης αριστερός, αλλά μάλλον αναρχικών αποκλίσεων και, οπωσδήποτε, αντισταλινικός. Το 1969 τιμήθηκε με το Χιλιανό Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το βιβλίο του "Οbra gruesa" ("Χοντροκομμένο έργο"). Υπήρξε επίσης, αρκετές φορές, υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ. Το 2011 του απονεμήθηκε το Βραβείο Θερβάντες, το μεγαλύτερο βραβείο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου του. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, "Lear Rey & Mentigo" ("Βασιλιάς Ληρ & ζητιάνος"), εκδόθηκε το 2004. Τα "Ποιήματα επείγουσας ανάγκης" (εκδ. Γαβριηλίδης, 2008) συνιστούν επιλογή από το έργο του και εκδόθηκαν από τον οίκο Editorial Universitaria, S.A., Chile, το 1972, ένα χρόνο πριν από το πραξικόπημα του Pinochet.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

"Αισθητισμός"

Αναδημοσίευση από:

"Περσεφόνη" (1874). Πίνακας του
Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, πρότυπο γυναικείας
 "αισθητικής"
 ομορφιάς. Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο.


Επιμέλεια: Ιωάννα Ναούμ
6. Walter Pater (Μετάφραση: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου), "Συμπέρασμα", Ποίηση τχ.12 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998) 254-258.
Κείμενο
Γουώλτερ Οράτιος Πέητερ (Walter Horatio Pater) γεννήθηκε το 1839 στην Αγγλία και έκανε τις πρώτες σπουδές του στο Κing's College του Canterbury. Το 1858 μπήκε στο Queen's College της Οξφόρδης και πέντε χρόνια αργότερα εξελέγη σε θέση διδάκτορος. Η Οξφόρδη και οι πανεπιστημιακές δραστηριότητες παρέμειναν στο κέντρο της ζωής του ως τον θάνατο του, το 1894. Το ίδιο και οι αρχές του αισθητισμού, τις οποίες διακήρυξε με αξιοζήλευτη πεποίθηση, χωρίς να παραλλάξει ούτε ένα ψηφίο είτε από το γράμμα είτε από το πνεύμα τους. Επηρεασμένος από τον γερμανό εισηγητή του νεοκλασικισμού Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (Johann Joackim Winkelmann), o Πέητερ διαμόρφωσε γρήγορα τις αξίες του, υμνώντας από τη μια πλευρά τη χρυσή περίοδο της κλασικής εποχής και από την άλλη την ιερή αφοσίωση στην τέχνη, όπως και την αδιάκοπη επιδίωξη της ομορφιάς.

Η μορφή στην τέχνη είναι για τον Πέητερ αξεχώριστη από το περιεχόμενο που "ντύνει", κατατείνοντας ολόκληρη προς μία και μοναδική συνθήκη: εκείνην της αρμονίας και της μουσικής.

Το μεγάλο έργο του Πέητερ επιγράφεται Η Αναγέννηση. Δοκίμια για την τέχνη και την ποίηση και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1873. Στις σελίδες του. ο συγγραφέας συμπεριέλαβε τα δοκίμιά του για όλους τους μεγάλους αναγεννησιακούς ζωγράφους (από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. (Leonardo da Vinci), τον Μποττιτσέλλι (Botticeli) και τον Μιχαήλ Άγγελο ως τον Πίκο ντε λα Μιράντολα (Pico della Mirandola), τον Τζιορτζόνε (Giorgone) και τον Ραφαήλ), δείχνοντας την ασίγαστη αγάπη του τόσο για την Ιταλία όσο και, κυρίως, για τη Γαλλία. Το "Συμπέρασμα" που μεταφράζω εδώ από την Αναγέννηση, γραμμένο το 1868, είναι ένα ολιγοσέλιδο μα πολύ πυκνό κείμενο, στο οποίο ο Πέητερ εκθέτει εν συνάψει τις θεωρητικές - εν συνόλω- προϋποθέσεις των ad hoc προσεγγίσεών του στην αναγεννησιακή ζωγραφική. Η επιμονή του Πέητερ στη δύναμη των εσώτερων παρορμήσεων και των μεγάλων παθών, που συνέχουν κάθε γνήσιο έργο τέχνης, απομακρυσμένη από τις ηθικολογικές απόψεις του Ράσκιν (Ruskin) για το λουτρό αίματος το οποίο συνόδευσε την Αναγέννηση στο ιστορικό και το πολιτικό επίπεδο, αλλά και γενικότερα από την άτεγκτη βικτωριανή ηθική, ήταν μια μεγάλη πρόκληση· πρόκληση που είχε ως άμεση συνέπεια την αφαίρεση του "Συμπεράσματος" από τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Αργότερα, ωστόσο, στις επόμενες εκδόσεις, το "Συμπέρασμα" επανήλθε, με την υπόμνηση ότι απλώς απαλείφθηκαν ή επαναδιατυπώθηκαν ορισμένες φράσεις, που θα μπορούσε να ασκήσουν αρνητική επίδραση στους νέους.

Διαβάζοντας σήμερα το "Συμπέρασμα", γρήγορα θα ανακαλύψουμε πίσω από τη φιλοσοφίζουσα ή και καθαρώς ψευδοφιλοσοφική του γλώσσα το ιδίωμα ενός αισθητικού στοχαστή, ο οποίος συγκεντρώνει σε μερικές μόνον αράδες το σύστημα μιας ολόκληρης καλλιτεχνικής αντίληψης - αντίληψης που έμελλε να πιάσει γερές ρίζες τόσο στην Αγγλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, για να πλάσει αργότερα γενεές επί γενεών δημιουργών. Το "Συμπέρασμα" μεταφράστηκε από την έκδοση Walter Pater, The Renaissance, Studies in Art and Poetry, The Fontana Library. Η εισαγωγή στο βιβλίο, καθώς και ο φιλολογικός υπομνηματισμός του, ανήκουν στον Κenneth Clark, από τον όποιο και άντλησα τα ιστορικά στοιχεία για τη σύνταξη του παρόντος.

Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει

Η ιδέα ότι όλα τα πράγματα, όπως και οι αρχές των πραγμάτων, αποτελούν περιστασιακά πρότυπα ή μόδες επανέρχεται όλο και συχνότερα στη σύγχρονη σκέψη. "Ας ξεκινήσουμε με το εκ των ων ουκ άνευ: τη φυσική μας ζωή· κι ας την προβάλουμε σε μιαν από τις πιο εξαίσιες ανάπαυλες της - στην περίοδο, φέρ' ειπείν, της υποχώρησης των όγκων του νερού κάτω από την πίεση της καλοκαιρινής ζέστης. Τι άλλο αντιπροσωπεύει ολόκληρη η φυσική ζωή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρά έναν συνδυασμό στοιχείων, για τα οποία η επιστήμη φροντίζει να βρει ένα όνομα; Τα ίδια, ωστόσο, στοιχεία - ο φώσφορος και ο ασβέστης ή οι ευγενικές ίνες- δεν ανιχνεύονται μόνο στο ανθρώπινο σώμα··τα βρίσκουμε κι άλλου, έξω από τα όρια του. Η φυσική μας ζωή είναι μια διαρκής ανακίνηση των στοιχείων της: η κυκλοφορία του αίματος, καθώς και η προσαρμογή των εγκεφαλικών ιστών σε κάθε αλλαγή του φωτός ή του ηχητικού περιβάλλοντος συνιστούν διαδικασίες τις οποίες η επιστήμη επιμερίζει, προκειμένου να τις εξηγήσει, σε απλούστερες ή στοιχειωδέστερες δυνάμεις. Όπως τα στοιχεία που μας συναποτελούν, έτσι και η δράση αυτών των δυνάμεων πηγαίνει πέρα από μας - το σίδερο, για παράδειγμα, σκουριάζει και το στάρι ωριμάζει. Τα φυσικά στοιχεία απομακρύνονται από το ανθρώπινο σώμα, για να διοχετευθούν σε πολλαπλές κατευθύνσεις και ποικίλα ρεύματα·και η γέννηση, και οι χειρονομίες που κάνουμε, κι ο θάνατος, κι οι βιολέτες που ανθίζουν πάνω στους τάφους δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα πολύ μικρό μέρος από τους απείρους αιτιώδεις συνδυασμούς οι οποίοι συμβαίνουν στη φύση. Όσο για τον καθαρό και σαφή τρόπο με τον οποίο σκιαγραφούμε πάντα το πρόσωπο και τα σωματικά μας μέλη, δεν είναι παρά μια εικόνα των φυσικών στοιχείων θεμελιωμένη στα μέτρα μας - ένα σχέδιο πλέξης, τα πιο ζωντανά νήματα του οποίου μας οδηγούν σε όσα δεν ανήκουν στη δική μας υπόσταση. Κι ο αν μη τι άλλο φλογοβόλος αυτός χαρακτήρας της ζωής συνίσταται πρωτίστως στη συνεύρεση των φυσικών δυνάμεων σε μια συνεύρεση που αλλάζει συνεχώς μορφή, για να ανοίξει στο τέλος (αργά ή γρήγορα, δεν έχει σημασία) ξεχωριστό δρόμο για την καθεμιά τους.

Κι αν πάμε στον εσώτερο κόσμο της σκέψης και των αισθημάτων, η δίνη είναι ακόμη πιο σφοδρή και η μανία της φωτιάς ακόμη πιο έντονη και αδηφάγα. Το βλέμμα δεν σκοτεινιάζει τώρα σιγά-σιγά και τα χρώματα δεν ξεθωριάζουν στους τοίχους αργοπεθαίνοντας (κινήσεις που θυμίζουν το κύμα καθώς φτάνει στην ακτή, ξεβράζοντας το νερό του από τα βάθη. αλλά χωρίς να ταράζει την επιφάνεια). Εδώ βρισκόμαστε πλέον εν μέσω του ρεύματος, σε μια περιδίνηση στιγμιαίων πράξεων, που εκφράζουν το ενδότερο βλέμμα, το πάθος και τον στοχασμό. Εκ πρώτης όψεως, η εμπειρία μας θάβει κάτω από μια κινούμενη μάζα εξωτερικών αντικειμένων και μας εγκλωβίζει σε μιαν εξαιρετικά σκληρή και φορτική πραγματικότητα. Όταν, όμως, το ρεύμα κατακλύζει αυτά τα αντικείμενα, τότε τα διασκορπίζει προς πάσα κατεύθυνση,·η συνεκτική δύναμη μεταπίπτει σε μια κατάσταση αιώρησης που μοιάζει με ταχυδακτυλουργικό κόλπο· και κάθε αντικείμενο αφανίζεται μέσα σ' ένα σύνολο εντυπώσεων - χρώματα, μυρωδιές και υφάνσεις -, που σπεύδουν πάραυτα να σχηματιστούν στο μυαλό του παρατηρητή. Και η συρρίκνωση θα πάρει χειρότερες διαστάσεις αν συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε επί μακρόν αυτόν τον κόσμο - όχι τον κόσμο των στέρεα ονοματισμένων από τη γλώσσα αντικειμένων, αλλά εκείνον των ασταθών εντυπώσεων, των αντιφάσεων και των αναλαμπών ή των τρεμοπαιξιμάτων, που εγγράφονται στη συνείδησή μας καθώς εκρήγνυνται και σπάζουν: όλο το νόημα της παρατήρησης περιχαρακώνεται τότε στον στενό χώρο της ατομικής αντίληψης. Κυριαρχημένη πλέον από τον κόσμο των εντυπώσεων, η εμπειρία μας περικυκλώνει με αυτό το λαμπρό προσωπικό τείχος, πάνω από το οποίο καμιά πραγματική φωνή δεν περνά προς το μέρος μας, ενόσω καμιά ανάλογη φωνή δεν φεύγει και από τη δική μας πλευρά, για ν' ακουστεί σε μια περιοχή που μετά βίας μας ανήκει. Κάθε εντύπωση είναι η εντύπωση του ατόμου μέσα στην απομόνωσή του: ο ατομικός νους κρατάει κλειδαμπαρωμένο το όνειρό του για τον κόσμο. Προχωρώντας την ανάλυσή μας, θα βεβαιωθούμε ότι οι ατομικές εντυπώσεις τις οποίες σμικρύνει η εμπειρία ίπτανται αδιάκοπα και ότι η καθεμιά τους υφίσταται τον περιορισμό του χρόνου. Και θα βεβαιωθούμε ακόμη πως αν ο χρόνος είναι απείρως διαιρετός, τότε απείρως διαιρετές είναι κι οι ίδιες, και κάθε ενεργό τους στοιχείο δεν αντιπροσωπεύει παρά μία και μοναδική στιγμή, που χάνεται εν ριπή οφθαλμού μόλις δοκιμάσουμε να την αντιληφθούμε, και το μόνο που μπορούμε να πούμε με κάποια αξιοπιστία γι' αυτό το momentum είναι όχι ότι υπάρχει, αλλά ότι έχει πάψει να υπάρχει. Και σε μια τόσο τρεμάμενη τολύπη, έρμαιο των μεταπτώσεων του αέρα, σ' έναν τόσο μονοκόμματο - και, ταυτοχρόνως, φευγαλέο και λειψό - κόσμο εντυπώσεων, με όλες τις στιγμές του χαμένες, η πραγματική ζωή χωράει πολύ δύσκολα. Και μόνο αν απομακρυνθούν και διαλυθούν οι εντυπώσεις, οι εικόνες και οι αισθήσεις (ο διαρκής αφανισμός κι ο ασταμάτητος, τόσο παράξενος μετεωρισμός μας), θα μπορέσει η ανάλυσή μας να στεριώσει κάπου.

Philosophiren, λέει ο Νοβάλις, ist dephlegmatisiren, vivificiren. Η υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στο ανθρώπινο πνεύμα η φιλοσοφία και η θεωρητική παιδεία είναι να το διεγείρουν, βάζοντάς το στον δρόμο της σταθερής και συστηματικής παρατήρησης. Κάθε στιγμή, κάποια μορφή στα χέρια ή στο πρόσωπό μας πιάνει να τελειοποιείται, ένας τόνος στο φόντο των λόφων ή της θάλασσας αποδεικνύεται καλύτερος από τους άλλους,·και κάποιο πάθος, μια ενδότερη διάθεση ή ένα διανοητικό ερέθισμα τείνουν να τραβήξουν ακαταγώνιστα την προσοχή μας, χωρίς, παράλληλα, να αρθεί ποτέ σ' αυτή τη διαδικασία η απόλυτη συναίσθηση του πραγματικού. Κι όλα τούτα για ένα μόνον λεπτό, αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της στιγμής που συμβαίνουν. Στόχος εν προκειμένω είναι όχι το προϊόν της εμπειρίας μα η εμπειρία καθ' εαυτήν. Από το ποικιλόχρωμο δράμα της ζωής φτάνει ως εμάς μόνον ένας μικρός αριθμός δονήσεων. Και πώς θα ξεχωρίσουμε άραγε, ανάμεσα σ' αυτές, όλα εκείνα που για να γίνουν αντιληπτά απαιτούν την επιστράτευση των πιο ραφιναρισμένων αισθήσεων; Πώς θα περάσουμε από όλα τα στάδια που είναι αναγκαία ώστε να οδηγηθούμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο υψηλότερο και καθαρότερο σημείο συμπύκνωσης των ζωτικών μας δυνάμεων;

Επιτυχία στη ζωή σημαίνει το να καούμε, σε μια κατάσταση μόνιμης έκστασης, από αυτή την αγρία και συνάμα τόσο πολύτιμη φλόγα. Και αποτυχία κατά κάποιο τρόπο είναι να παρασυρθούμε από τις συνήθειες, διότι οι συνήθειες συνδέονται με τα στερεότυπα την ώρα που μόνον η οξύτητα του βλέμματος (της παρατήρησης) μπορεί να εντοπίσει την ομοιότητα ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις. Κι ενώ όλα μπορεί να συντριβούν κάτω από τη μπότα μας, υπάρχουν κάποια πράγματα που ίσως μας λυτρώνουν: ένα υπέροχο πάθος, ένα ανυψωμένο γνωστικό πεδίο, που απελευθερώνει στιγμιαία το πνεύμα, ένα έργο παρμένο απευθείας από το χέρι του καλλιτέχνη, το αγαπημένο πρόσωπο ενός φίλου ή, τέλος, ένα μεγάλο στριφογύρισμα - ένα στριφογύρισμα αισθήσεων, περίεργων οσμών ή παράξενων βαφών και χρωμάτων. Και για να μη σπεύδουμε να αναγνωρίζουμε σε κάθε στιγμή ένα ανθρώπινο πάθος, μέσα στην ουρανόπεμπτη μεγαλοσύνη της τραγικής διαίρεσης των δυνάμεων της ζωής, καλό θα είναι, στη σύντομη ημέρα του παγετού ή της καλοκαιρίας, να πλαγιάζουμε νωρίς το απόγευμα. Και με επίγνωση της λαμπρότητας, αλλά και της υπερβολικά περιορισμένης διάρκειας της εμπειρίας μας όποτε συγκεντρώνουμε όλη μας την ισχύ σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια να δούμε και να αγγίξουμε τα περιθώρια για να θεωρητικολογήσουμε είναι μικρά. Εκείνο που οφείλουμε απαραιτήτως να κάνουμε είναι να δοκιμάζουμε πάντα καινούργια πράγματα και να ερωτοτροπούμε ασταμάτητα με νέες εντυπώσεις, παραμερίζοντας την αβασάνιστη ορθοδοξία του Χέγκελ (Ηegel) και του Κάντ (Καnt), όπως και τις όποιες δικές μας βεβαιότητες. Οι φιλοσοφικές θεωρίες ή οι ιδέες είναι τρόποι αντίληψης και κριτικά εργαλεία που μας βοηθούν να προσέξουμε στοιχεία τα οποία αλλιώς θα μας διέφευγαν. Η φιλοσοφία είναι το μικροσκόπιο της σκέψης. Οι θεωρίες, οι ιδέες και τα φιλοσοφικά συστήματα που απαιτούν τη θυσία μέρους έστω της εμπειρίας, για να προχωρήσουμε σε κάτι το οποίο δεν είμαστε σε θέση να εννοήσουμε, για να αφεθούμε σε αφηρημένες υποθέσεις τις οποίες δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε ή για να ασχοληθούμε μόνο με τα γνωστά και τα τετριμμένα, δεν έχουν καμιάν αληθινή υπόσταση.

Μιαν από τις πιο ωραίες σελίδες του Ρουσσώ (Rousseau) τη συναντάμε στο έκτο βιβλίο των Εξομολογήσεων, όπου περιγράφει την αφύπνιση του λογοτεχνικού του ενστίκτου. Μια απροσδιόριστη αίσθηση θανάτου τον καταδίωκε ανέκαθεν και τώρα, στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του, νιώθει κατατροπωμένος από τη θανατοφοβία. Και αναρωτιέται τι θα μπορούσε να παρατείνει το μικρό διάλειμμα που μεσολάβησε ανάμεσα σ' εκείνα τα χρόνια και τα σημερινά. Και σκέφτεται ότι καμιά προκατάληψη δεν τον βάρυνε όταν εν μέσω του ίδιου διαλείμματος ανακάλυψε ότι η διέξοδος βρισκόταν σ' ένα διανοητικό ερέθισμα, ερέθισμα το οποίο ανακάλυψε στα φρέσκα και ολοκαίνουργια τότε γραπτά του Βολταίρου (Voltaire). Λοιπόν, είμαστε όλοι όπως το λέει ο Βίκτωρ Ουγκό (Victor Hugo): condamnes. Τελούμε όλοι υπό θανατική καταδίκη, υπό την αίρεση, ωστόσο, μιας ασαφούς αναστολής. Les hommes sont tous condamnes a mort avec des sursis indefinis. Ένα διάλειμμα και τίποτε άλλο. Άλλοι σπαταλούν τον χρόνο τους στη νωθρότητα και την αδιαφορία· άλλοι στα μεγάλα πάθη - η σοφότερη επιλογή για τα παιδιά αυτού του κόσμου στην τέχνη και στο τραγούδι: διότι η μία και μοναδική ευκαιρία που μας προσφέρεται στη ζωή είναι να παρατείνουμε το διάλειμμα με την εξασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων πόρων. Τα μεγάλα πάθη είναι η εικόνα της ζωής σε επιτάχυνση: από την έκσταση και τον θρήνο της αγάπης ως τις ποικίλες μορφές μιας δραστηριότητας που αναλαμβάνουμε (αφιλοκερδώς ή όχι) με ενθουσιασμό και περίπου ως εκ του φυσικού. Αρκεί να είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται όντως περί μεγάλων παθών, που αποτυπώνουν στη συνείδησή μας τα ίχνη μιας αληθινής, πολλαπλά υπομνηματισμένης επιτάχυνσης. Και στο πεδίο μιας τέτοιας σοφίας, το μερίδιο του λέοντος διεκδικούν το ποιητικό πάθος, η ισχυρή επιθυμία της ομορφιάς και η λατρεία της τέχνης για την τέχνη, διότι η τέχνη δεν είναι τίποτε άλλο από την ειλικρινή απεικόνιση του στιγμιαίου μας κόσμου ως κόσμου καθ' εαυτόν - στην εντελέστερη και την υψηλότερη μορφή του.

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

"Η αράχνη" της Νότας Χρυσίνα

Ποίημα βασισμένο πάνω στον πίνακα του Νικόλαου Γύζη!


Η αράχνη

Ήμουν ξακουστή υφάντρα
με τέχνη περισσή ύφαινα τα υφαντά μου νύχτα μέρα.
Κόρη βαφέα, του Ίδμονα του Κολοφώνιου,
κι έμενα στη Λυδία.
Νύχτα μέρα ύφαινα, κι έμαθα άριστα την τέχνη της υφαντικής∙
Έγινα ξακουστή. Ακόμη και οι Νύμφες ήρθαν
την τέχνη μου, της υφαντικής να θαυμάσουν.
Σαν προκάλεσα σε αγώνα την Αθηνά Εργάνη
το έργο μου μαθεύτηκε,
και ζήλεψε εκείνη τη θνητή δική μου τέχνη,
γριά ντύθηκε, ήρθε στο πλάι μου και με συμβούλεψε
με αυτά τα λόγια:
«Είναι ασέβεια να προκαλείς σε αγώνα τους θεούς»
Μα εγώ από της νιότης την ορμή δεν άκουσα
κι έκανα το δικό μου∙ Σε αγώνα τόλμησα
να παραβγώ της Αθηνάς,
Κι ύφανα πάνω στο υφαντό τον έρωτα του Δία, κι άλλων θεών,
με θνητές, και τις μορφές που πήραν μαζί τους σαν ενώθηκαν.
Η Αθηνά ύφανε τη δική της νίκη, τον αγώνα της με τον θεό της θάλασσας
τον Ποσειδώνα για την προστασία της πόλης της Αθήνας.
Και σ’ άλλο υφαντό το μήνυμα φάνηκε καθαρά καθώς
παρίστανε θνητούς που τόλμησαν σε αγώνα να καλέσουν θεό
και τιμωρήθηκαν γι’ αυτή τους την τόλμη.
Έτσι κι εγώ έγινα αράχνη αφού η θεά με έσωσε ενώ
πρώτα με ατίμασε χτυπώντας με στο πρόσωπο
από ζήλια.
-Σαν θέλουν οι θεοί κανείς θνητός δεν γλίτωσε απ’ το θυμό τους.-
Μεταμορφώθηκα σε αράχνη και πλέκω τον ιστό, το έργο μου
με τέχνη περισσή υφαίνω έργα του αέρα. Αέρας είναι ο θνητός
μπροστά στη μοίρα του.
Τώρα πια ξέρω πως
κι ο θάνατος υφαίνει ιστό καλύτερα από τις υφάντρες.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Οι Δευτέρες της Στέπας στο πατάρι του Αρμού


Σειρά εκδηλώσεων με ομιλητές συνεργάτες του περιοδικού “Στέπα” για τους αναγνώστες και φίλους όχι μόνο του περιοδικού αλλά και του ρωσικού πολιτισμού.
Πρόγραμμα
2-01-2018
«Γράμματα από τη Ρωσία»  ή Πώς προσεγγίζουμε το ρωσικό πολιτισμό. Παραδοχές – μεθοδολογία
(Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)

29-01-2018
Σλαβόφιλοι και δυτικόφιλοι. Αντιπαραθέσεις και προσεγγίσεις
(Δημήτρης Μπαλτάς)

05-02-1018
Η λαϊκή κουλτούρα του γέλιου και το καρναβάλι: Η θεωρία του Μπαχτίν.
(Γιώργος Πινακούλας)

12-02-2018
Η ρωσική λογοτεχνία σε τέσσερις πράξεις
(Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)

26-02-2018
Η ρωσική θρησκευτική φιλοσοφία. Εκπρόσωποι και ζητήματα
(Δημήτρης Μπαλτάς)
05-03-2018
Ο Μάνος Χατζιδάκις και οι Ρώσοι συνθέτες του 20ου αιώνα
(Παναγιώτης Ανδριόπουλος)

Διάρκεια: 2 ώρες

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Τι είδους κάθαρση πετυχαίνει ο καθένας μας;



Η κάθαρση είναι μία ή περισσότερες; Μήπως ο κάθε άνθρωπος πετυχαίνει την κάθαρση σε διαφορετικό βαθμό όπως και ο σοφός την ευδαιμονία μέσω της γνώσης;
Μπορεί να καθαρθεί κάποιος από εξωγενείς παράγοντες ή η κάθαρση είναι εσωτερική υπόθεση και προυποθέτει μια προετοιμασία;
Μιλάμε για το αρχαίο ελληνικό θέατρο σαν να είναι ξεκομμένο από την εποχή του αλλά και τον ρόλο του, ο οποίος φαίνεται να ήταν πολλαπλός και μάλιστα μέρος της συμμετοχής στην πόλη και την ιδιότητα του πολίτη. Ο πολίτης παρακολουθούσε θέατρο. Ο πολίτης που ψήφιζε στη Βουλή, που δίκαζε στα δικαστήρια που συμμετείχε σε θρησκευτικές τελετές, που συμμετείχε στον πόλεμο και στην ειρήνη. 
Οι σκέψεις αυτές έγιναν με  αφορμή το "επικό θέατρο" του Μπρεχτ που αντιτίθεται στην έννοια της κάθαρσης προκρίνοντας την έννοια της ανοικείωσης και της "διαλεκτικής". 
Σίγουρα ο σκεπτόμενος άνθρωπος υιοθετεί διαλεκτική στάση είτε του ζητηθεί είτε όχι. Είναι μέσα στις λειτουργίες του μυαλού να διαλέγεται. 
Αναρωτιέμαι εάν η κάθαρση, στην οποία αντιτίθεται ο Μπρεχτ με το "επικό θέατρο", είναι απλά ταύτιση συναισθηματική ή ηθική του θεατή με τον ρόλο, ενός μέσου χαρακτήρα ή την κατάσταση, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτική όλων των εποχών. 
Δεν δέχομαι τον περιοριστικό ορισμό που έδωσε ο Μπρεχτ (σύμφωνα με τα κείμενα που διάβασα στην ελληνική κυρίως γλώσσα) στην κάθαρση. Πιστεύω πως η κάθαρση έχει μέσα της κάτι που όταν το πετύχεις οδηγεί πέρα από το συμβατικό.  Η κάθαρση δεν μπορεί να είναι συμβιβασμός αλλιώς θα ονομαζόταν συμφιλίωση ή κάτι τέτοιο. Θα "τεντώσω" τον σχολιασμό και λίγο περισσότερο λέγοντας πως ο καθένας μας δεν μπορεί να καθαρθεί στον ίδιο βαθμό όπως ο σοφός δεν πετυχαίνει τον ίδιο βαθμό αυτογνωσίας ή αυτάρκειας με έναν απλό γνώστη. Πες μου τι είδους θεατής είσαι να σου πω τι κάθαρση μπορείς να πετύχεις.

Νότα Χρυσίνα

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Δέκα τραγούδια του Νίκου Παπαχατζή





ΚΥΡΙΑΚΗ

Ήτανε Κυριακή προς μεσημέρι
σπανίως  το τηλέφωνο χτυπά,
κοφτές οι πέντε λέξεις του Λευτέρη
σαν το μαχαίρι,
ύστερα παύση και λυγμός σιωπή ξανά
μαυρίσανε τα πάντα ξαφνικά .

Η εκκλησιά δεν είχε αποψάλει
βουβός στ’ ακουστικό έχω παγώσει
στον ΕΡΥΘΡΟ τον έχουν μαύρο χάλι,
βούβα και πάλι.
Απ’ τον διάδρομο ακούγονται καμπόσοι
που λένε ΄΄αναπνέει θα γλιτώσει΄΄.

Χαράματα στην παραλιακή
λες κι ο θεός δεν ήτανε εκεί
γκάζι καρφί  κλειστή στροφή
και όλα άλλαξαν πριν έρθει Κυριακή.

Την Κυριακή δεν στρώσαμε τραπέζι
τα χέρια μας δηλώνουν ταραχή
ο πόνος μας στα μάτια τρεμοπαίζει
γυαλί και γρέζι,
μα κάναμε σταυρό και προσευχή
για το Νικόλα του Λευτέρη μια ευχή. 


Νέα Ιωνία 8-4-2009
Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΑΠΟΨΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Απόψε το φεγγάρι δεν εβασίλεψε
παρέα να του κάνω λίγο μου γύρεψε
τα αστέρια το προδώσαν κι έμεινε μόνο του
και ήθελε σε μένα να πει τον πόνο του.

Μου θύμισε την εποχή που έπαιρνα απ' το φως σου
και μου 'λεγες απ' την αρχή πως είμαι ο άνθρωπό σου,
τώρα σε δρόμο σκοτεινό γυρίζω νύχτα μέρα
ψάχνω για λίγο ουρανό, ψάχνω να βρω αέρα.

Απόψε το φεγγάρι δεν χαμογέλασε
με είδε λυπημένο και με προσπέρασε
τις πιο ωραίες νύχτες θέλει να θυμηθεί
τράβηξε προς τη δύση μα δεν θα κοιμηθεί.

Πανσέληνος που λάμπει και όμως εδάκρυσε
η πούλια δεν εφάνει και μόνο τ' άφησε.
Μεσούρανα κι αν είσαι κι αν πλημμυρίζεις φως
ανώφελη η λάμψη αν είσαι μοναχός.


Νέα Ιωνία 11-2-2017
Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΒΑΡΚΟΥΛΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΙΟΛΙ (Τα Παραδοσιακά)

Στης εξοχής τη σιγαλιά
ακούγετε φλογέρα
σαν ανθισμένη μυγδαλιά
μοσχοβολιά τ' αγέρα.

Αχ! της καρδιάς παράπονο
τσαμπούνα και κλαρίνο
στον κόσμο αυτό τον άπονο
μέρα και νύχτα σβήνω.

Βαρκούλα είναι το βιολί
κατάρτι το δοξάρι
σε ταξιδεύει με πανί
κι έχει δική του χάρη.
Σαν το μαγνήτη σε κρατά
και στο χορό σε πάει
κάνει τα πόδια φτερωτά
και η καρδιά πετάει.

Λαούτο κι όλα τα κρουστά
στο πανηγύρι πάνε
το κανονάκι πιο μπροστά
τη Σμύρνη τραγουδάνε.

Μ' ένα νταούλι και ζουρνά
κι χορευτάδες γύρω
στο στήθος σου παντοτινά
θα ήθελα να γείρω. 



Νέα Ιωνία 23-1-2016.



ΕΙΣΑΙ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Απ' τη Κρήτη ως τον Έβρο
κάθε τόσο σεργιανώ
όλη μέρα σε γυρεύω
και το βράδυ σε ζητώ.

Το μπουρίνι με 'χει πιάσει
μου έσβησε τη μηχανή
μα ο κόσμος κι αν χαλάσει
θα ανεβάσω το πανί.

Είσαι ο κύκλος της ζωής μου
αχ! τζιέρι μου
η ψυχούλα της ψυχής μου
τζιβαέρι μου.

Το πανάκι κι αν ξηλώσει
κολυμπώντας θε να 'ρθω
άνθρωπος δεν έχει νιώσει
τη λαχτάρα να σε ειδώ.  

Να έχεις αναμμένα φώτα
να έχεις γλάστρα στο σκαλί
'κείνα τα φιλιά τα πρώτα
αχ! μου λείψανε πολύ. 


Νέα Ιωνία 23-1-2017
Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΕΛΕΝΗ

Να ‘μουνα λέει Αχαιός ή να ‘μουν απ’ την Τροία
θυσία να γινόμουνα  στην ομορφιά τη θεία,
να πέσω όπως πέσανε στρατιές και λεγεώνες
στης ομορφιάς την ταύτιση που μένει στους αιώνες.

Του Έκτορα ταπείνωση, θνητός σ’ αρχαίο δράμα
να σέρνομαι στη σκόνη  της πληγή πίσω απ’ το άρμα,
να είμαι αποτύπωμα  χλαμύδας ματωμένης
θυμίαμα για το βωμό της σύγχρονης Ελένης.

Επιθυμώ Οδύσσεια και μ’ αδειανό δισάκι
κι ας ξέρω ότι δεν θα βρω ποτέ μου την Ιθάκη!


Καλλιθέα 24-5-2006
Παπαχατζής Νικόλαος.-


ΕΣΥ ΦΩΤΙΖΕΙΣ ΤΟ ΓΙΑΛΟ

Βαρκούλες και λευκά πανιά
και μύλοι που γυρίζουν
σαν σκουλαρίκια τα νησιά
το Αιγαίο να στολίζουν.

Τέσσερις μύλοι στη σειρά
πάνω στην παραλία
με τα πανιά τους χαλαρά
να χαιρετούν τα πλοία.

Οι τρις γυρίζουν δεξιά
ένας ζερβά γυρίζει
τη φούστα σου τη μενεξιά
σηκώνει κι ανεμίζει.

Εσύ φωτίζεις το γιαλό
τα κύματα μερεύεις
και το δικό μου το μυαλό
τις νύχτες το παιδεύεις. 

Τέσσερις μύλοι στη σειρά
πιασμένοι χέρι – χέρι
αλέθουνε τα σιτηρά
καθώς φυσά τ' αγέρι.

Έχουν αντένες και πανιά
θαρρείς πως αρμενίζουν
και το λιθάρι τους γυρνά
καθώς στριφογυρίζουν. 


Νέα Ιωνία 9-2-2017
Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΚΑΣΤΕΣ - ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΓΕΝΝΑΝΕ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Θολό το βλέμμα καρφώνεις στο κενό
σειρήνα τρένου τσακίζει τη γαλήνη
μες τα μπαγκάζια να χώραγε κι εκείνη
που έχεις στο μυαλό
μυαλό που μένει εδώ.

Μακριά σου τρέχουν οι κορυφογραμμές
τρέχεις κι εσύ μακριά απ’ την Ελλάδα
ήμασταν λένε η εύφορη κοιλάδα
μα ξένοι θεριστές
έρχονται για αρπαχτές.

Τα όνειρά σου σε κίνηση αργή
και τη ζωή σου ο φόβος να τη ζώνει
μεταναστεύεις να μη γίνεις γκαρσόνι
αυτών που με κλαγγή
μοιράζουνε τη γη.


Παπαχατζής Νικόλαος.-



ΜΕ ΤΟ ΚΤΕΝΆΚΙ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ

Γερμένη εσύ στην κουπαστή
το Αιγαίο να χαϊδεύεις
τον ήλιο πριν να βυθιστεί
αλάργα ν’ αγναντεύεις.

Γη κι ουρανό τα έδεσε
πολύχρωμη κορδέλα
ζωγράφος που δεν έπιασε
παλέτα και πινέλα.

Με το κτενάκι στα μαλλιά
είσαι για μένα φως μου
η τελευταία πινελιά
στον πινάκα του κόσμου.

Βουβός κρυφά παρακαλώ
να μην τελειώσει η μέρα
αχόρταγα να σε θωρώ
από την τιμονιέρα.

Ο μπάτης τρέχει σαν παιδί
και σου τραβά το σάλι
μα της καρδιάς μου το κλειδί
δεν θα το πάρει άλλη.
  
(Απ’ τον καμβά του δειλινού
μόνο ένα χρώμα πήρα
μάζεψα άστρα τ’ ουρανού
και σ’ έντυσα πορφύρα.)

(η τελευταία στροφή μπορεί να διαγραφεί)


Νέα Ιωνία
Παπαχατζής  Νικόλαος.-



ΜΠΗΚΑ ΣΤΟΝ ΑΧΕΡΟΝΤΑ

Μπήκα στον Αχέροντα κι ήτανε αργία
ο βαρκάρης έβριζε, μαύρη είχε καδιά,
κρόταλα στα χέρια της η αθανασία
και ρυθμό μου κράταγε σε μια ζεϊμπεκιά.

Χόρεψα λεβέντικο στο βωμό του κόσμου
γιατρικό του πόνου και της λησμονιάς
τα πλατάνια ρίγησαν, λύγισαν εμπρός μου
και τα φύλα έτρεμαν σαν της λυγαριάς.

Μ' άφησαν τα χείλη σου
λίγο κοκκινάδι
και από το βλέμμα σου
μπήκε ουρανός
ρίχνω το μαντίλι σου
στη σπηλιά του Άδη
στο πηχτό σκοτάδι
γίναν όλα φως.

Τον βαρκάρη τράβηξα στον χορό τον βάζω
κι  ο λυγμός του μέτραγε κάθε μια στροφή,
χίλια χρόνια μου 'λεγε τις ψυχές διαβάζω
τώρα μόλις έμαθα τι θα πει ζωή!

Τούτο το ζεϊμπέκικο χρόνια να κρατήσει
τον βαρκάρη πλάνεψα σε αργό ρυθμό,
άξαφνα θα έλεγα άλλαξα τη φύση
και τον κόσμο απάλλαξα από το χαμό!


Νέα Ιωνία  21-10-2016
Παπαχατζής Νικόλαος.-


ΣΤΟΥ  ΧΡΟΝΟΥ  ΤΗ  ΡΟΗ

Δεν μέτραγα την κάθε ανατολή
δική μου είναι η μέρα ως τη δύση
γεμάτο το ποτήρι με ζωή
που μοιάζει ατελείωτο μεθύσι .

Τα χρόνια μας που φεύγουν σαν φτερό           
βαρκούλα που πηδά πάνω στο κύμα 
άλλος πηγαίνει πρίμα στον καιρό
και άλλος της ζωής είναι το θύμα.

Γυρίζω για να δω τη διαδρομή
τ’ απόνερα απ΄ τη δική μου ρότα
σιωπή και κόντρες και συμβιβασμοί
λιμάνια δίχως θόρυβο και φώτα .

Στου χρόνου την αλάνθαστη ροή
χρονόμετρα ,ρολόγια και κλεψύδρες
από μπροστά μας πέρασε η ζωή
κι ούτε την είδα κι ούτε την είδες .


Κάτω Παναγιά 14-9-2007
Παπαχατζής Νικόλαος.-


Ο Νικόλαος Παπαχατζής γεννήθηκε στο χωριό Κάτω Παναγιά (κοντά στην Κυλλήνη στον Ν.Ηλείας),οι κάτοικοι του οποίου προέρχονται από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Έτσι τα μουσικά του ακούσματα ήταν από την Μικρασιατική και Αιγαιοπελαγίτικη παράδοση.
Από μικρός άκουγε στο ραδιόφωνο, (ένα από τα λίγα μέσα ενημέρωσης της εποχής), εκπομπές που λείπουν σήμερα όπως «η ραδιοφωνική βιβλιοθήκη» και «το θέατρο στο ραδιόφωνο», ακούσματα που πλαταίνουν τη σκέψη και η φαντασία γεμίζει εικόνες.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πήγε σχολείο στον Πύργο όπου έγραψε τις πρώτες του σάτιρες καθώς και ορισμένα ποιήματα. Από 20 ετών ήρθε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του, όπου και διαμένει μέχρι σήμερα.
Συνέχισε το συγγραφικό του ταλέντο όταν εισήχθη στην εκπαίδευση στη Σιβιτανίδειο Σχολή ως καθηγητής.    Στα επόμενα χρόνια η πένα του δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη Σχολή αυτή γράφοντας ποιήματα και στίχους, ένας εκ των οποίων έχει μελοποιηθεί. 
Σχετικό βίντεο βρίσκεται ανερτημένο στο διαδίκτυο με τίτλο « Ερωτική επιταγή»
Είναι παντρεμένος με την αγαπημένη του Ιωάννα και έχει μία κόρη.
Στίχους του έχει μελοποιήσει και ερμηνεύσει, ο μοναδικός στο είδος του, Παντελής Θαλασσινός με το γνωστό παραδοσιακό του ταμπεραμέντο.   


«Το διήγημα ομοιάζει με τη γυναίκα»

Ο Ι. Παπακώστας παρουσιάζει ένα άγνωστο θεωρητικό κείμενο του Γρηγορίου Ξενοπούλου στο οποίο ο συγγραφέας εκθέτει τις απόψεις του για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος καθώς και για τον σύγχρονό του αφηγηματικό λόγο
Το 1889 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη η συλλογή Δεσμίς διηγημάτων της πεζογράφου Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Η αξία της συλλογής δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι έχομε την εμφάνιση της ουσιαστικά πρώτης γυναίκας συγγραφέως όσο και σε κάτι άλλο σημαντικό: στο γεγονός ότι η συλλογή προλογίζεται από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο με ένα ενδιαφέρον κείμενο, το οποίο έχει μάλλον θεωρητικό παρά κριτικό χαρακτήρα. Το κείμενο έχει τις ενδείξεις «Εν Ζακύνθω, 1889», όπου προφανώς βρέθηκε για λίγο ο Ξενόπουλος (από το 1883 διέμενε μόνιμα στην Αθήνα) και προέκυψε ύστερα από προσωπική αλληλογραφία του με την Παπαδοπούλου· μια αλληλογραφία που τελικά εξελίχθηκε σε ερωτική.
Το θεωρητικό αυτό κείμενο ίσαμε τώρα ελάνθανε, όπως ελάνθανε και η συλλογή διηγημάτων της Παπαδοπούλου· η συλλογή μού έγινε γνωστή σχετικώς πρόσφατα, ύστερα από ευγενική παραχώρηση της κυρίας Χριστίνας Αγγελίδου. Στο σημείωμά μου θα περιοριστώ μόνο στο κείμενο του Ξενοπούλου, γιατί παρουσιάζει το ξεχωριστό ενδιαφέρον ότι για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του '80 έχομε μια αμιγώς θεωρητική αντιμετώπιση του σαφώς ανανεωμένου είδους, όπως το διήγημα, επιφυλασσόμενος με τα διηγήματα της Παπαδοπούλου να ασχοληθώ αλλού.
Πριν από τον Ξενόπουλο κάποια θεωρητικά πλαίσια είχαν τεθεί βέβαια το 1883 από τον Νικόλαο Πολίτη με την προκήρυξη του πρώτου στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων διαγωνισμού «προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος» αλλά εκεί διαγράφονταν μάλλον οι περιοχές από τις οποίες θα μπορούσαν να αντληθούν οι υποθέσεις του διηγήματος παρά ο τρόπος και η τεχνική με την οποία θα γινόταν η διαπραγμάτευσή του. Ανάλογες αναφορές είχαν γίνει επίσης και από τον Κωστή Παλαμά ή τον Εμμ. Ροΐδη απ' αφορμή κυρίως τη συμμετοχή τους στους κριτικούς διαγωνισμούς διηγήματος της «Εστίας». Ο Ξενόπουλος όμως προχωρεί περισσότερο, αποδεικνύοντας έτσι ότι παράλληλα προς τον δημιουργικό και τον κριτικό λόγο τον απασχολούν και θέματα θεωρητικά. Και δεν είναι παρά 22 ετών και με σπουδές στα μαθηματικά.
Η συνεργασία με την «Εστία»
Το 1889 είναι το έτος που ο Ξενόπουλος είχε αρχίσει να συνεργάζεται στενά και με το εγκυρότερο περιοδικό της εποχής, την «Εστία», όπου ίσαμε το 1895 ­ κι αφού πια είχε αναλάβει αυτός τη διεύθυνσή της ­ δημοσίευσε διηγήματα, μελέτες («Αι περί Ζολά προλήψεις»), κριτικά κείμενα για σύγχρονα έργα και συγγραφείς καθώς και ποικίλα σημειώματα και μεταφράσεις. Παράλληλα συνεργάτις του ίδιου περιοδικού υπήρξε και η Παπαδοπούλου, η οποία έστελνε τακτικά διηγήματα για δημοσίευση. Ο Ξενόπουλος παρακολουθούσε από κοντά τη συγγραφική δραστηριότητα της πολίτισσας πεζογράφου και κατά το σύντομο διάστημα της ζωής της (η Παπαδοπούλου πέθανε το 1906, σε ηλικία 39 ετών) δημοσίευσε τέσσερα θετικά κριτικά κείμενα για ­ ή απ' αφορμή ­ το έργο της, ένα από τα οποία, το πρώτο, είναι και το παρουσιαζόμενο εδώ.
Στο θεωρητικό τούτο κείμενο λοιπόν ο Ξενόπουλος, άλλοτε χαριεντιζόμενος και άλλοτε με τρόπο βαθύτατα διεισδυτικό και οξύ, εκθέτει σε 17 τυπωμένες σελίδες τις απόψεις του για το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος, το οποίο, όπως γράφει, «ομοιάζει με την γυναίκα». «Δύναται», συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «να είνε πλήρες ύψους, σοφίας και μεγαλείου· δύναται ν' αποπνέη ευσπλαχνίαν, τρυφερότητα και αγάπην· αλλ' άνευ τέχνης, όπως η γυνή άνευ καλλονής, το διήγημα δεν εκπληροί τον προορισμό του. Μετά το δράμα, είνε αναντιρρήτως το δυσκολώτερον είδος του λόγου. Εις ον βαθμόν υψίστης τελειότητος ανήγαγον αυτό οι νεώτεροι, ως ο Doudet, o Coppee, o de Amicis ­ συνεχίζοντες το έργον των παλαιοτέρων, του Merimme, του Haffman, του Poe ­, διεγείρει, ευθύς ως αντηχεί τ' όνομά του, την καθαράν έννοιαν της Τέχνης. Οι διηγηματογράφοι σήμερον είνε καλλιτέχναι, όπως οι ζωγράφοι και οι γλύπται. Τα όριά των είνε στενώς και αυστηρώς προδιαγεγραμμένα· διερμηνεύουσι την καλαισθησίαν ολοκλήρου εποχής, και υπό την πνοήν της μεγαλοφυΐας των σμικρύνουσι τα μεγάλα, συγκεντρούμενοι εις μίαν και μόνην σελίδα ­ μικράν, κομψήν, με αστερίσκους και παύλας ­ εφ' ης αποτυπούσι θαυμασίως τας μεγάλας αυτών αληθείας και τας βαθείας παρατηρήσεις. Κατά την ανάγνωσιν των διηγημάτων τα ψυχικά όμματα πρέπει να οπλίζωνται διά μικροσκοπίου.
Η σύγκριση με την ποίηση
Αλλά συχνάκις, εκτός του υψηλού διδάγματος, το οποίον εγκλείει το διήγημα υπό το ελαφρόν αυτού περικάλυμμα, είνε αξιοθαύμαστον εξ αυτού και μόνου του περικαλύμματος. Η εξωτερική μορφή αποτελεί τότε όλην την τέχνην και την αξίαν του διηγήματος. Ουδ' είνε εύκολον να κατορθωθή τούτο. Εκτός της ιδιοφυΐας, απαιτείται προσοχή και πείρα και μελέτη και καλαισθησία. Διότι το διήγημα σύντομον και περιεκτικόν, όπως το σοννέτον της ποιήσεως, πρέπει να γεννάται τέλειον και αρτιμελές, ως ενόργανον, ως έμψυχον πλάσμα, από του οποίου ουδέν άνευ βλάβης δύναται ν' αφαιρεθή ή να προστεθή. Τότε είνε αριστούργημα. Η περιττολογία, οι πλατειασμοί, αι παρεκβάσεις χαλαρούσι την ενότητά του, καταστρέφουσι την καλλιτεχνικήν του αξίαν. Η υπόθεσίς του δύναται να ήνε απλή, και το δίδαγμά του κοινόν· σώζεται όμως εάν η διήγησίς του προβαίνη αμιμήτως χαρίεσσα, ή ήνε παραστατικόν μετά ζωηρότητος και εναργείας, ως ζωγράφημα, ή επιδεικνύη πλαστικότητα ως αγάλματος. Υπό την έποψιν ταύτην το διήγημα ομοιάζει με τα ρωσσικά εκείνα κομψοτεχνήματα, τα οποία αποτελούνται μεν εξ ολίγων χρωμάτων και τεμαχίων ξύλλου ή μετάλλου, αλλά θαυμάζονται και τιμώνται πολλού, διά την αυστηράν και άμεμπτον αυτών καλαισθησίαν. Τα βλέπομεν προτιμώμενα πολλάκις των σημαντικωτέρων ειδών, κατατέρποντα όλους τους οφθαλμούς, κοσμούντα τας σοβαροτέρας αιθούσας, διότι με την ολίγην και εντελή των ύλην, εκδηλούσι πνεύμα, εκπροσωπούσιν ιδέαν.
Εν τούτοις, μεθ' όσους επισωρεύω κανόνας και παρατηρήσεις, και τόμον ολόκληρον αν αποτελέσω, δεν θα δυνηθώ να υποτυπώσω τας αρχάς και να διαγράψω τα όρια της διηγηματογραφίας. Αν ήτο τούτο δυνατόν, θα ήρκει ολίγη μελέτη διά να γίνη κανείς διηγηματογράφος ­ ως γίνεται ευκολώτερον σοφός ­ και ως ηκούομεν να κηρύττωσιν οι φιλόδοξοι νέοι μετά στόμφου: "Θα γίνω διηγηματογράφος!", ως τώρα λέγουσι: "Θα γίνω νομικός, θα γίνω έμπορος!"».
Αλλά, συνεχίζει ο Ξενόπουλος, «αι αξιώσεις του διηγήματος είνε πολύ μεγαλύτεραι. Εκτός πάσης ηθικής διδασκαλίας, συγκινεί ευπρόσιτον και διαπλάσσει την καρδίαν του ανθρώπου διά της τέχνης του και μόνης.
Η «σφραγίδα» του διηγηματογράφου
Η ανάγνωσις ωραίου διηγήματος δύναται ν' αντικαταστήση την θέαν εικόνος ή την ακρόασιν μουσικής. Ουδέν είνε προσφορώτερον όπως τέρψη, μαλάσσον το ήθος και τον χαρακτήρα, εμφυτεύον λεληθότως υγιείς αρχάς και ήρεμα αισθήματα. Η κοινωνία έχει χρείαν του διηγήματος, όπως του Σχολείου και του Θεάτρου. Τα δάκρυα, όσα δύναται ν' αποσπάση από οφθαλμών, ανικάνων άλλως να κλαύσωσιν, είνε αδάμαντες αληθείς· ποτέ δ' οι παλμοί των ευαισθήτων καρδιών δεν επιταχύνονται ανωφελώς υπό ιεράς θέρμης και συγκινήσεως.
Εκτός τούτου, οι μεγάλοι διηγηματογράφοι, οι υπό της επιστήμης κατατασσόμενοι εις την τάξιν των μερικών, μεγαλοφυών, εις εκάστην αυτών σελίδα εμφυσώσι το πνεύμα των, εκχύνουσι την καρδίαν των, αποτυπούσι την σφραγίδα των.
Αι δε σελίδες αύται ­ μικραί, κομψαί, με αστερίσκους και παύλας ­, εν αις εξελίσσεται μία ψυχολογική ιστορία, είς χαρακτήρ, μία ηθογραφία, μία απλή περιπέτεια, εν συνόλω λαμβανόμεναι, αναπαριστώσι την φυσιογνωμίαν ενός έθνους και μιας εποχής, η συμπλήρωσις της ιστορίας γινόμεναι. Την φιλολογίαν των εθνών αποτελούσιν ως επί το πολύ τα έργα της φαντασίας και ουχί τα έργα της μελέτης· τότε δε το έθνος βαδίζει προς την πρόοδον και την ευημερίαν όταν είνε μεγάλη η δημιουργική του φιλολογία, εν η το διήγημα ­ το μάλλον μελετημένον είδος ­ κατέχει περίβλεπτον θέσιν».
Το ενδιαφέρον αυτό κείμενο του Ξενοπούλου τελειώνει με τη διατύπωση απόψεων για τον σύγχρονό του αφηγηματικό λόγο καθώς και με την επισήμανση ότι θεωρεί σημαντική την εμφάνιση στον χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μιας γυναίκας, έστω και με πρωτόλεια, ενώ παράλληλα συσχετίζει το όνομά της με τα ονόματα των καθιερωμένων τότε ξένων συγγραφέων, όπως της Γ. Σανδ, της Γ. Ελιοτ, της Ερ. Σταβ.
Ο κ. Ιωάννης Παπακώστας είναι καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.