Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση ως μελόδραμα -Μπάυρον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση ως μελόδραμα -Μπάυρον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Ποίηση ως μελόδραμα - Μπάυρον

«Η νύμφη της Αβύδου» Ευγένιος Ντελακρουά


Καρπός του πρώτου του ταξιδιού - προσκυνήματος στη Μεσόγειο και στις χώρες της Ανατολής (1809-1811), ο περίφημος Γκιαούρ του Μπάυρον εγκαινιάζει μια σειρά εννέα εκτεταμένων έμμετρων ιστοριών, γνωστών ως μυθιστορίες οι πέντε πρώτες, όπου κυριαρχεί η ανατολίτικη θεματολογία, συμπληρώνονται από τη Νύμφη της Αβύδου (1813), τον Κουρσάρο (1814), τον Λάρα (1814) και την Πολιορκία της Κορίνθου (1815). Αν και ήδη καταξιωμένος στη συνείδηση του κοινού, οι ιδιαίτερα δημοφιλείς αυτές συνθέσεις, που διαδραματίζονταν σε τόπους εξωτικούς για τον μέσο Ευρωπαίο και τοπία ειδυλλιακά, όπου ο ήλιος θέρμαινε εξίσου τα αρχαία μάρμαρα και τις ψυχές των αλύτρωτων υποτελών των Οθωμανών, στερέωσαν αναμφίβολα τη φήμη του Μπάυρον και αποτέλεσαν γόνιμο έδαφος για την καθιέρωση στο λογοτεχνικό προσκήνιο του ήρωά του: ενός homo fatalis, σημαδεμένου από τη μοίρα, που αδυνατώντας να κατανικήσει τα πάθη και την εναντίωση του πεπρωμένου του καταστρέφεται τελικά συμπαρασύροντας στον όλεθρο και όλους εκείνους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέθηκαν μαζί του.

Ο βενετός Γκιαούρ (όπως άλλωστε ο Σελίμ, ο Κόνραντ, ο Λάρας και ο Αλπ, για να θυμηθούμε τους ήρωες και των άλλων τεσσάρων ανατολίτικων ποιητικών μυθιστοριών του), είναι ένα είδος υπερανθρώπου. Δεν κινείται μέσα στα συνηθισμένα μέτρα του κόσμου και έχει τους δικούς του κώδικες ηθικής: αντικοινωνικός έως μισάνθρωπος, μελαγχολικός και ορμητικός, ατομιστής και αναρχικός, προστάτης των αδικημένων και τιμωρός των τυράννων, φέρει βαθιά μέσα του μια φοβερή μυστηριώδη ενοχή και ερωτεύεται παράφορα τη Λεϊλά, ερωμένη ενός πλούσιου εμίρη. Την υπόθεση εξέθετε στον πρόλογο της μετάφρασης ο σύζυγος της μεταφράστριας Αικατερίνης Δοσίου, πολιτειολόγος Κωνσταντίνος Δόσιος, που διετέλεσε υπουργός Παιδείας και με τον οποίο η Αικατερίνη, θυγατέρα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και της Σμαράγδας Μουρούζη, συνεργάστηκε στη μετάφραση των βυρωνικών συνθέσεων Μάνφρεντ και Λάρα.

Ο Μπάυρον εμπνεύσθηκε τη μορφή του Γκιαούρ του πιο αγαπητού στον ελληνικό κόσμο ανάμεσα στους βυρωνικούς ήρωες από τη ζωή και τη δράση του Ρήγα Φεραίου, του Λάμπρου Κατσώνη, των σουλιωτών οπλαρχηγών και άλλων προσωπικοτήτων, που είτε συνάντησε είτε άκουσε να ιστορούν τα κατορθώματά τους. Στην εικονογραφία μοιάζει πολύ με έλληνα αγωνιστή, ενώ για σκηνικό του δράματος χρησιμεύει η χαριτωμένη φύση της Αττικής. Η Λεϊλά, πάλι, ενσαρκώνει την Ελλάδα που τη διεκδικούν παθιασμένα ο Χριστιανισμός και ο Ισλαμισμός αλλά τελικά αφανίζεται μέσα σε μια ιστορική συγκυρία που κορυφώνεται δραματικά με την αποτυχία των Ορλοφικών, το 1770. Ολα αυτά καθώς και η σημαντική σταδιοδρομία του έργου στα ελληνικά αποσπάσματά του αποδόθηκαν συχνά από το 1819 και μετά, με αποκορύφωμα τη μετάφραση και των 1.334 στίχων του πρωτοτύπου από την Αικατερίνη Δοσίου (1857), η οποία υπέταξε τα εκφραστικά της μέσα σε μια αυστηρή ηχητική μουσική και ρυθμική οργάνωση μετατρέποντας τον βυρωνικό οκτασύλλαβο σε τροχαϊκό δεκαεξασύλλαβο, ιδιαίτερα δημοφιλή εκείνη την εποχή ανάμεσα στους εκπροσώπους της Αθηναϊκής Σχολής, μετάφραση που οι αρετές της επαινέθηκαν μεταξύ των άλλων και από τον Π. Σούτσο, τον Κ. Παλαμά και τον Ιωάννη Γεννάδιο συνέτειναν ώστε ο Γκιαούρ να επηρεάσει σοβαρά τον νεοελληνικό ρομαντισμό, που τότε έκανε τα πρώτα δειλά του βήματα.



Σπέρματα του βυρωνικού έργου ανιχνεύονται στις ποιητικές δημιουργίες των Αλέξανδρου Σούτσου, Παναγιώτη Σούτσου και Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή και φτάνουν ως τις αρχές του 20ού αιώνα για να γονιμοποιηθούν με ιδιαίτερη επιτυχία στις ρωμαλέες παλαμικές συνθέσεις Η Φλογέρα του Βασιληά και Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Τόσο έντονη είναι η παρουσία του πεσιμισμού, του πόνου, της μελαγχολίας, της απελπισίας, της συντριβής στον Γκιαούρ, όπως άλλωστε και στα υπόλοιπα έργα του Μπάυρον, που ο μελετητής του Karl Elze διατύπωσε τη γνώμη ότι ο άγγλος ποιητής ήταν ο εισηγητής του παγκόσμιου πόνου στην πατρίδα του. Κατά την Ευγενία Κεφαλληναίου μάλιστα και ο βαμπιρισμός που εμφανίζεται στην ελληνική λογοτεχνία, τη δεκαετία του 1830, έλκει την προέλευσή του από τον Γκιαούρ, όπου γίνεται λόγος για βρικόλακες, που είχαν ήδη επηρεάσει τη λογοτεχνία του ρομαντισμού, κυρίως στη δεκαετία του 1820. Αλλά, κατά έναν πιο τολμηρό συλλογισμό, και τα ληστρικά και βουκολικά μυθιστόρηματα που εμφανίστηκαν λίγες δεκαετίες αργότερα ίσως έχουν τις πραγματικές καταβολές τους σε αυτά τα ποιήματα.

Ιδιαίτερη φιλολογία πάντως έχει αναπτυχθεί γύρω από το συμβάν που έδωσε στον Μπάυρον την αφορμή να συνθέσει αυτό το ποίημα. Αν και ο ίδιος το τοποθετεί χρονολογικά αμέσως μετά την με πρωτοβουλία των Τούρκων εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους Αλβανούς, που είχαν δημιουργήσει μια αφόρητη κατάσταση σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού, γύρω δηλαδή στα 1780, επιχειρήθηκε να ταυτιστεί το γεγονός του καταποντισμού της μοιχαλίδας Λεϊλά τιμωρία που προέβλεπε για τέτοιου είδους αδικήματα ο μωαμεθανικός νόμος με παραπλήσιο που σημειώθηκε στην Αθήνα του 1810, εποχή κατά την οποία στην πόλη βρισκόταν ο Μπάυρον. Σύμφωνα με ένα γράμμα του φίλου του, λόρδου Sligo, που βρέθηκε με το μπρίκι του αγκυροβολημένο έξω από το Φάληρο, ο Μπάυρον μεσολάβησε για χάρη της κοπέλας η οποία ήταν καταδικασμένη σ' αυτόν τον φριχτό θάνατο. Ο ίδιος όμως ο ποιητής χαρακτηρίζει «περίεργο» το γράμμα που τον θέλει να επιτυγχάνει στο εγχείρημά του και να μεταφέρει την κοπέλα σε ασφαλές κρησφύγετο στη Θήβα.

Οπως και να 'ναι, ο Γκιαούρ, που αν και ο δημιουργός του δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, σε τρεις μάλιστα περιπτώσεις είχε εκφρασθεί γι' αυτόν αρνητικά, είναι μια από τις αντιπροσωπευτικότερες φιλελληνικές συνθέσεις του ποιητή, η οποία συνετέλεσε σοβαρά στη μεταστροφή της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπέρ της ελληνικής υπόθεσης, στα δύσκολα και δραματικά για το έθνος χρόνια που ακολούθησαν. Στην Αγγλία αγαπήθηκε τόσο, που μόνο μέσα σε δύο χρόνια, το 1814 και 1815, έκανε 15 εκδόσεις, ενώ η φήμη του απλώθηκε γρήγορα και εκτός των ορίων της Γηραιάς Αλβιώνος, έτσι που μέσα σε λίγα χρόνια μεταφράστηκε στα ιταλικά, στα γερμανικά και στα ρωσικά. Αλλά και στη χώρα μας αυτό το φιλελληνικό και ψυχωψελές έργο είχε τέτοια ζήτηση, ώστε το 1842, δεκαπέντε χρόνια πριν από την απόδοσή του στη γλώσσα μας από τη Δοσίου (η οποία για δεύτερη και τελευταία φορά τυπώθηκε από τον γιο της Αριστείδη στα 1873), κυκλοφόρησε από την τυπογραφία του Γεωργίου Πολυμέρη στην Ερμούπολη της Σύρου ο Κγιαούρης του Λόρδου Βύρωνος στα αγγλικά, με διεξοδικότατο «Λεξικόν των εμπεριεχομένων λέξεων».