Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Κωστής Παπαγιώργης: Ο συγγραφέας που δαπανήθηκε μέσα στη φιλία


γράφει η Κατερίνα Σχινά 
Ο Κωστής Παπαγιώργης, φωτογραφημένος στο σπίτι του στο Χαλάνδρι το 1994.
 
Κοντόσωμη, λιγνή φτιαξιά· μειλιχιότητα συνδυασμένη με λοξό, ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο· παιγνιώδης τρυφερότητα για τους πυριφλεγείς νέους που τον πλησίαζαν με θαυμασμό, υπόρρητη συνενοχή με τους οικείους, τους «περπατημένους». Ακεραιότητα, αυτοσαρκασμός, απέχθεια για τη σπουδαιοφάνεια, αποδοχή των αντιφάσεων, ανελέητο ξεμασκάρεμα· ένας παράξενος συνδυασμός σκληρής ειλικρίνειας και ανεπιεικούς ευγένειας που εκδηλωνόταν στις συντροφιές, στο «γλωσσοκοπάνημα» με τους φίλους, στους ομηρικούς διαξιφισμούς, κυρίως με οιηματίες συνομιλητές, τους οποίους με τα χρόνια μάθαινε να αποφεύγει. Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Κωστής Παπαγιώργης, που πέθανε σε ηλικία 67 χρόνων στις 21 Μαρτίου 2014 - και την Κυριακή γίνεται το ετήσιο μνημόσυνό του; (αναδημοσίευση από το Books' Journal, 42, Aπρίλιος 2014)


Αμήχανα γράφει κανείς για τον Κωστή Παπαγιώργη. Ντρέπεται. Φοβάται μήπως εκτραπεί σε τόνους υψηλούς, που εκείνος περιφρονούσε. Μήπως εκδηλώσει κίβδηλη συντριβή, μήπως γλιστρήσει σε άγονες δοκησισοφίες και ανάλατα φληναφήματα. Και αντίστροφα: μήπως περιοριστεί στην ανεκδοτολογία, αναπαράγοντας σκηνές μιας δεκαετίας που κύλησε ανάμεσα σε γλέντια και ξενύχτια, εκείνης της μεθυσμένης δεκαετίας του ογδόντα που ήδη μυθοποιήθηκε, έτσι καθώς την ανασυστήνουν στις κουβέντες τους φίλοι του, γνώριμοι και περαστικοί, με το «ήμουν κι εγώ εκεί» να τους καίει τα χείλη.
Ο Παπαγιώργης δεν χρειάζεται διαμεσολαβητές. Ό,τι είχε να πει, το είπε με τα γραπτά του. Έγραψε για όσα τον πονούσαν σε πρώτο πρόσωπο, πέρασε στο στοχασμό πατώντας στην βιογραφία του. Μας το λέει σε όλους τους τόνους, σε όλα του τα γραπτά: μονάχα αυτό το πρώτο πρόσωπο καθιστά δυνατή την κλίση του κόσμου· τα εσύ, αυτός, αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί, αυτές, μας απλώνουν το χέρι μόνο όταν η ταυτότητά μας δεν απουσιάζει από τον εαυτό της. Κατοικώντας τον εαυτό του, ο Παπαγιώργης κατοικούσε και τις λέξεις του.
Δεν ήταν κάτι που κερδήθηκε εξ αρχής: πέρασαν χρόνια ολόκληρα ακατάσχετης μελέτης –«δίχως αυθορμησία», «στα τυφλά», καθώς λέει ο ίδιος–, χρόνια απομόνωσης σε μια παρισινή σοφίτα όπου ξεκοκάλισε συστηματικά, πειθαναγκαστικά, τόμους ολόκληρους φιλοσοφίας, κι ύστερα έπιασε να γράψει. Στην αρχή «με το χέρι στη βιβλιοθήκη» και αργότερα, πολύ αργότερα, «με το χέρι στην καρδιά». Έλεγε σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Διαβάζω:

Όταν διάβασα το βιβλίο μου για τον Χάιντεγκερ [σσ. μια από τις πρώτες, αποκηρυγμένες μελέτες του] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα από εκεί μέσα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω.

Διάβασα πολλές φορές τη λέξη «διανοούμενος» στις ευλαβικές, διακριτικές ή και αμετροεπείς νεκρολογίες που συντέθηκαν στη μνήμη του. Αλλά ο Παπαγιώργης δεν ήταν διανοούμενος και δεν του άρεσε να τον αποκαλούν έτσι. Θέλω να πω ότι δεν ήταν άκαπνος θεωρητικός, να φιλολογεί για πράγματα που ούτε είδε ούτε γνώρισε. Ήταν άνθρωπος της αγοράς, χοϊκός, λάτρης του χειροπιαστού, που δεν μίλαγε ποτέ στον αέρα, που δοκίμαζε τα πάντα στην ίδια του τη ζωή. «Η αλήθεια των λόγων μας ανήκει μόνο αν την εξαγοράζουμε με το τομάρι μας», έγραψε.
Ο Ηλίας Κανέλλης ονόμασε τον Κωστή Παπαγιώργη «ηθικό αναθεωρητή» – ωραία διατύπωση, τη δανείζομαι. Ο ίδιος, ίσως διαμαρτυρόταν· η κατάφαση στο δέον δεν ήταν στη φύση του. Το ουσιαστικό, ωστόσο, μετά το επίθετο, διορθώνει τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, οι ηθικές μονάδες μέτρησης συνιστούν μια μεταλλασσόμενη κλίμακα, μια διάταξη που η ισορροπία της είναι μονίμως ασταθής. Κάθε ύπαρξη εξελίσσεται επισφαλώς στη διάταξη του άλλου. Ο καθένας κατοικεί στο κέντρο της δικής του· όλοι καταλαμβάνουν μια θέση υπό προθεσμία. Μόνο η ηθική ένταση (κάτι που πολύ πιο απλά θα ονόμαζα ακεραιότητα) επιτρέπουν στο άτομο να παραμείνει σ’ έναν εξέχοντα πόλο – κι αυτή είναι η περίπτωση του Κωστή Παπαγιώργη. Αναθεωρώντας και αναθεωρούμενος, αναστοχαζόμενος, τηρώντας πάντα απόσταση από τα πράγματα στη βάση μιας «ευμετρίας» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του γάλλου στοχαστή Μισέλ Ονφρέ, που μάλλον θα αποδοκίμαζε ο Κωστής) σμίλευσε τη δική του ηθική, που δεν είχε σχέση με πούρες ιδέες ή με καθαρές έννοιες, αλλά ήταν υπόθεση της καθημερινής ζωής και των απειροελάχιστων ενσαρκώσεών της στον εύθραυστο ιστό των ανθρώπινων σχέσεων. Μια ηθική που επισφράγιζε την πρωτοκαθεδρία του ασήμαντου και του ευτελούς, και ταυτόχρονα δεν απέστρεφε το βλέμμα από τις σκοτεινές πλευρές των «γελαστών ζώων». Ή, για να είμαι ακριβέστερη, σ’ αυτές ακριβώς τις πλευρές το εστίαζε.

ΕΖΗΣΕ, ΔΙΑΒΑΣΕ, ΕΓΡΑΨΕ…
Κοντόσωμη, λιγνή φτιαξιά· μειλιχιότητα συνδυασμένη με λοξό, ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο· παιγνιώδης τρυφερότητα για τους πυριφλεγείς νέους που τον πλησίαζαν με θαυμασμό, υπόρρητη συνενοχή με τους οικείους, τους «περπατημένους». Ακεραιότητα, αυτοσαρκασμός, απέχθεια για τη σπουδαιοφάνεια, αποδοχή των αντιφάσεων, ανελέητο ξεμασκάρεμα· ένας παράξενος συνδυασμός σκληρής ειλικρίνειας και ανεπιεικούς ευγένειας που εκδηλωνόταν στις συντροφιές, στο «γλωσσοκοπάνημα» με τους φίλους, στους ομηρικούς διαξιφισμούς, κυρίως με οιηματίες συνομιλητές, τους οποίους, με τα χρόνια, αναγνώριζε αυθωρεί και απέφευγε επιμελώς· και κυρίως καμιά διάθεση κατήχησης, ή ενασχόλησης με «κεφαλαία είδωλα», αλλά επίμονη αναζήτηση της μικρογράμματης  λεπτομέρειας, που θα τροφοδοτήσει τα συναρπαστικά ανθρωπολογικά του δοκίμια.
Έγραψε πολύ και πολλά ο Κωστής Παπαγιώργης· και έγραψε επειδή διάβασε, αφού τα βιβλία γεννούν άλλα βιβλία – μας το είπε πρώτος ο Ντιντερό. Έγραψε για τα μεθύσια (Περί μέθης) και τους έρωτες (Ίμερος και κλινοπάλη), για τη βραδυγλωσσία και την αγοραφοβία του (Σύνδρομο αγοραφοβίας), για τη μνήμη (Περί μνήμης) και το θάνατο (Ζώντες και τεθνεώτες), για το γέλιο (Τα γελαστά ζώα), για τη συμπάθεια (Τα μυστικά της συμπάθειας) και τη μισανθρωπία (Η κόκκινη αλεπού), για την ελληνική επανάσταση και τα αμφιλεγόμενα πρόσωπα που αναδείχτηκαν μέσα στη δίνη της συγκρότησης του εθνικού κράτους (Τα καπάκια, Κανέλλος Δεληγιάννης, Εμμανουήλ Ξάνθος), για τον Παπαδιαμάντη (Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ) και τον Ντοστογιέφσκι, για την αιμοσταγή αριστεία του ομηρικού πολεμιστή (Η ομηρική μάχη) και τους φίλους (Γεια σου Ασημάκη, ένα βιβλίο για τον Χρήστο Βακαλόπουλο). Μετέφρασε επίσης πολύ – και τι δεν μετέφρασε: από τον Κίρκεργκωρ και τον Πασκάλ ώς τον Ρικαίρ και τον Ντερριντά και από τον Σαρτρ και τον Σιοράν ώς τον Φουκώ και τον Λεβινάς (φυσικά, παραλείπω πολλούς). Μάλλον χωρίς να το πολυευχαριστιέται, για βιοπορισμό. Έλεγε σχετικά σε μια συνέντευξή του στον Μισέλ Φάις:


Πιστεύω ότι η δουλειά του μεταφραστή δεν είναι δημιουργική. Αυτό που κάνει μπορεί να έχει πολιτισμικό αποτέλεσμα, διδακτικό ίσως, αλλά είναι δεύτερης εντάσεως, τρίτης. Είναι «νοικιασμένη συνείδηση», είναι άνθρωπος στέρφος –τις περισσότερες φορές– και συνήθως οι μέτριοι στρέφονται προς τις μεταφράσεις. Η μεταφραστική αποδοτικότητα, αν θέλεις, χρησιμεύει ως άλλοθι ανθρώπων που δεν έχουν προσωπικό λόγο και έργο.

Ο ψωμιζόμενος από τη μετάφραση, πάντως, Κωστής Παπαγιώργης, μόνο στέρφος δεν ήταν. Μη διστάζοντας να εκτεθεί μέσα από την αυτοβιογράφηση, κατάφερε να συμπέσει και με το έργο και με την εργασία του. Αυτοκατανόηση και συνάμα αυτοεπινόηση, ατομικό που εκβάλλει στο καθολικό, προσωπική έκφραση που αποβλέπει στη γενική ερμηνευτική κρυσταλλώθηκαν σ’ ένα ρηξικέλευθο αισθητικό εγχείρημα, σε μια θαυμαστή στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στη φιλοσοφία και την λογοτεχνία.

Η ΑΤΙΜΟΝΕΥΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ο μύθος που αρχίζει να υφαίνεται γύρω από το πρόσωπο του Παπαγιώργη (είμαστε, ως τόπος και σινάφι, μανούλες στη μυθοποίηση, πράγμα που αποκλείει τη νηφάλια αποτίμηση των έργων και οδηγεί στον καθαγιασμό των προσώπων, αδικώντας έτσι και το έργο και το πρόσωπο) προσπερνάει το μόχθο που συνεπαγόταν μια τέτοια παραγωγή (η οποία συμπληρωνόταν από την πυκνή επιφυλλιδογραφία του σε εφημερίδες και περιοδικά). Λες και η καθημερινότητα του συγγραφέα εξαντλούνταν στο γλεντοκόπημα και την κραιπάλη, λες και τα κείμενα γράφονταν με τον αυτόματο. Ένας τέτοιος μύθος αγνοεί τον κόπο που πρέπει να καταβάλει ένας αυτοδίδακτος (πτυχία και συναφή δεν τα επιδίωξε ο Παπαγιώργης) για να γίνει από μόνος του σχολείο και πανεπιστήμιο, αγνοεί τον παιδεμό στην «ατιμόνευτη» (δική του η λέξη) διαδρομή του προς την κατανόηση της φιλοσοφίας. Ένα απόσπασμα από τη συναγωγή κειμένων του, Σιαμαία και Ετεροθαλή, που πρωτοεκδόθηκε την ίδια χρονιά με το Περί μέθης (1980), είναι χαρακτηριστικό:

Με θλίψη θυμάμαι την εποχή που, ανερμάτιστος και γι’ αυτό θρασύς, έπιασα να διαβάσω το Είναι και Χρόνος. Δεν κατόρθωνα να αντιληφθώ γιατί λεγόταν αυτό ή το άλλο, ποια κρυφή σκέψη οδηγούσε τη διάταξη, γιατί γίνονταν νύξεις –στον Καντ ιδιαίτερα– που, επιγραμματικές και σύντομες, ήταν σκέτες σπαζοκεφαλιές, όπως άλλωστε δεν κατάφερνα σε κανένα σημείο να εξηγήσω αυτό που διάβαζα, να φέρω την παραμικρή αντίσταση. Κάθε φορά που το διάβασμα του βιβλίου με έκανε να ντρέπομαι για τη νοημοσύνη μου έτρεχα σε προηγούμενα έργα. Όσο για τώρα που προσανατολίζομαι στην ενδοχώρα του με κλειστά μάτια, βλέπω ότι χωρίς τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, χωρίς τον Ανσέλμο, τον Λάιμπνιτς και τον Καρτέσιο, χωρίς τον Καντ –της θεωρίας του σχηματισμού–, τον Χέγκελ (Λογικής και Φαινομενολογίας), χωρίς Νίτσε, Κίρκεργκωρ και Χούσερλ (Λογικών ερευνών, Ιδεών και Καρτεσιανών στοχασμών) δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση.
Μου βγήκε η πίστη για να διαβάσω αυτά τα έργα – όσο τα διάβασα. Δεν πέρασε μέρα να μην αναλογιστώ το πτωχός ειμί εγώ και εν κόποις εκ νεότητός μου. Χωρίς χάρτη σ’ αυτό το μακρύ οδοιπορικό βρήκα το δρόμο μέσα από αμέτρητες παρανοήσεις χωρίς να κερδίσω ουσιαστικά τίποτα.Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει. Η φιλοσοφία δεν διδάσκεται, δεν μεταδίδεται, όπως το κολύμπι, η οδήγηση ή οι ιστορικές γνώσεις. Έχει να κάνει με καταγωγικές ροπές. Όλος ο ντόρος είναι για την ατόφια ικανότητα, εκείνη που κανείς δεν απόχτησε διαβάζοντας. Ο αληθινός στοχαστής, πρόσωπο αινιγματικό και απόμερο, είναι δέντρο που μπολιάστηκε με τα πάντα κι όμως έμεινε αυτός που ήταν. Ακόμα και για τον εαυτό του είναι γρίφος. Αυτός δεν συζητιέται.Συζητιέται αντίθετα εκείνος που ξέρει να συνεχίζει τη φρυκτωρία ανά τους αιώνες, αυτός που μπολιάζεται, βρίσκει τον εαυτό του μ’ αυτήν την μεταμόρφωση και συνειδητοποιεί ότι για να γραφτούν τα μεγάλα έργα, βοήθησαν πολλά χέρια. Η φιλοσοφία γράφεται με χίλια χέρια – κρατάει όμως τον γραφικό χαρακτήρα του καλύτερου. Όποιος μπορεί να νιώθει ελεύθερος μ’ αυτή την αλήθεια, θα βρει τρόπο να στεγαστεί στα βιβλία των άλλων και μάλιστα να νιώσει σπίτι του. Δεν εννοώ την παθητικότητα και το εμπόριο των νοημάτων, να γίνεται μια «νοικιασμένη συνείδηση» που αναφωνεί κάθε στιγμή Magisterdixit, αλλά αυτή την άξια επιχείρηση, που απλά λέγεται: κάνω αυτό που μπορώ. Όσο για τους ψευδοπροφήτες, αυτοί θα πιθηκίζουν πάντα τα ιδεώδη τους.
         
ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Πολλοί ήταν οι στοχαστές που μπόλιασαν τη σκέψη του Παπαγιώργη, αλλά νομίζω ότι εκείνος που τον επηρέασε περισσότερο, όχι μόνο ως πνευματικό κλίμα αλλά και ως ύφος, είναι ο «απόμαχος του παράδοξου και της πρόκλησης», ο «κουρασμένος εικονοκλάστης» Εμίλ Σιοράν. Ο Παπαγιώργης έλεγε ότι διασταυρώθηκαν σ’ ένα παρισινό παγκάκι, ενώ ο ίδιος διάβαζε κάποιο βιβλίο του, και ο Γαλλορουμάνος, κολακευμένος ή περίεργος, του έπιασε την κουβέντα. Si non e vero e ben trovato, γιατί ο Παπαγιώργης γνώριζε καλά τον Σιοράν, τον είχε μάλιστα μεταφράσει. Στο «φωταγωγημένο σκοτάδι» του φιλοσόφου, στην ανθρωπολογική του απαισιοδοξία , στη ριζική του αντίθεση προς όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας , αλλά και στην καχυποψία του απέναντι σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής και μακρόπνοης μεταλλαγής της, ο έλληνας στοχαστής αναγνωρίζει τον δικό του καημό. Ο μισάνθρωπος Σιοράν κληροδοτεί την απογοήτευσή του στον «υποψιασμένο» πια Παπαγιώργη, που διακρίνει στις ανομολόγητες, άνομες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής πιο σταθερές αλήθειες για τη φύση της. Δήλωσε κάποτε λοιπόν:

Ποτέ δεν πίστεψα ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. Η συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα.

Ας μη μας αποθαρρύνει η πεσιμιστική ψυχρότητα μιας τέτοιας απόφανσης· ας μη σπεύσουμε να αναδιπλωθούμε. Αυτή η καταστατική απαισιοδοξία, αυτός ο ελαφρώς δογματικός αρνητισμός ενδέχεται να επικουρεί με πολλούς τρόπους τον στοχασμό: ο ριζικά κριτικός λόγος βοηθάει να συλλάβουμε τα αδιέξοδα της ανθρωπολογικής αισιοδοξίας της νεωτερικής και ουτοπικής σκέψης (« ο άνθρωπος είναι ένα καλό και λογικό όν») η οποία αγνοεί τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Η κοσμιότητα, η λεπτότητα, η αβροφροσύνη, η γενναιοδωρία, η προσφορά είναι προσωπεία. Πίσω από κάθε θετικότητα κρύβεται η ευτέλεια, η οπισθοβουλία, το κακό – η μόνη αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης. Η πραγματικότητα αποκαλύπτει και γελοιοποιεί όσους υπερασπίζονται την πίστη στον άνθρωπο, την αγάπη για τον πλησίον, την ελπίδα για το ανθρώπινο γένος. Το ανθρωπομάνι «βυζαίνει το εφήμερο με κατάκλειστα μάτια», τρέμει «το φυλλορόισμα του ημερολογίου σαν την έλευση του μεγάλου Κριτή», ξεπέφτει γρήγορα στην «αλληλοπεριφρόνηση και στην ανάλγητη μισανθρωπία». Όμως αυτό είναι ο άνθρωπος. «Ηχεί αλλόκοτα και προκλητικά για την ορθοδοξία των ιδεών, αλλά η μισανθρωπία καταντά να είναι ο μόνος εφικτός τρόπος “συμφιλίωσης” με τους ανθρώπους», γράφει ο Παπαγιώργης, επικαλούμενος τον γάλλο γνωμικογράφο Νικολά Σαμφόρ: «όποιος στα σαράντα του δεν είναι μισάνθρωπος, δεν αγάπησε ποτέ τους ανθρώπους».
Μισάνθρωπος που ξέρει ν’ αγαπά, «σκουντούφλης άνθρωπος» που δαπανήθηκε μέσα στη φιλία, ο Παπαγιώργης απείχε συνειδητά από τη νεοελληνική κάστα των γραμμάτων που γλωσσοδέρνεται και περιαρπάζεται, που καταφεύγει στην καταλαλιά, στους «ορθοφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρους» τρόπους. Δύσκολος, δύσπιστος, επιφυλακτικός και απαιτητικός, θύμιζε τον ανθρώπινο εκείνο τύπο που περιγράφει σ' ένα κείμενό του: «Αν κατά μία έννοια οι άνθρωποι θυμίζουν σπίτια, αυτός δεν ήταν χτισμένος πάνω στον δρόμο, να ανοίγει σε όποιον κρούει τα παραθυρόφυλλα, αλλά σπίτι χτισμένο στο βάθος του κήπου, που το σκέφτεσαι λίγο πριν πατήσεις το κατώφλι». Αλλά βέβαια, άνευ κοινωνίας άνθρωπος δεν νοείται:

Δεν νοείται ομιλία χωρίς αποδέχτη, καθότι η κοινωνία συνιστά όμιλο (ομάδα ομιλούντων), συνεργασία (ο ένας προσφέρει ψωμί, ο άλλος τα όπλα και ο τρίτος τη διοίκηση) και φυσικά συνύπαρξη. Οπότε μπορούμε να διερωτηθούμε: τι νόημα έχει ο απόλυτος ιδιωτικός βίος; Ακόμα και ο κυνικός μόνο στην αγορά τοποθετεί το πιθάρι του. Για να ζήσει έχει ανάγκη τα μάτια των άλλων. Από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος που προσφέρει τα πάντα στην κοινότητα και δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό του αντιμετωπίζει το ίδιο οξύμωρο: μπορεί να ζει μόνο ως συμπλήρωμα της ζωής των άλλων. Αυτό και μόνο δεν έχει αντιγυρίσματα, αναγνώριση, αποδοχή;
Ο Χέγκελ αποκάλεσε «αμοιβαία απάτη» αυτό το δίπολο, με την πεποίθηση βέβαια ότι τόσο ο κεντρομόλος βίος όσο και ο φυγόκεντρος οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Με την όποια δραστηριότητά του ο αρνητής της κοινότητας την ωφελεί, έστω και κατά παράβαση των προθέσεών του. Επάλληλα, ο αφοσιωμένος επίκουρος της κοινότητας, προσφέροντας ανυστερόβουλα τον εαυτό του, τελικά τον ωφελεί διότι αναγνωρίζεται ως απαραίτητος, ως πυλώνας του κοινωνικού βίου.
Κατά συνέπεια η «απάτη», η οποία όντως υπάρχει και είναι λειτουργικότατη, αφορά μια παιδική σχεδόν αυταπάτη για τη διαχείριση του εγώ μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει ο άνθρωπος που ζει φορώντας γάντια, που κυκλοφορεί μασκοφόρος, που μετέχει στην κοινωνική φάρσα κατά συνθήκη, πιστεύοντας ακράδαντα ότι η αληθινή του ζωή άρχεται μόλις κλείσει την κοινωνία εκτός οίκου. Περίεργη αυταπάτη βέβαια, καθότι σε ό,τι τον περιβάλλει υπάρχει η υπογραφή των άλλων (σπίτι, ενδύματα, τρόφιμα, τσιγάρα, καταπότια, μιντιακά μηνύματα είναι πλασμένα από ξένα χέρια). Στεγανός ατομικός κόσμος δεν νοείται. Και μόνο η υποψία ότι το μακρύ χέρι των άλλων τον αγγίζει ανά πάσα στιγμή φέρνει τρέλα στον μανιακό ατομοκεντριστή. Ούτε δέχεται βέβαια να αναλογιστεί ότι το εγώ του είναι κοινωνικό πλάσμα, επιφαινόμενο μιας κοινωνικής υπόστασης που κάποτε την παρίσταναν σαν έναν τερατώδη εκατόγχειρα (με μύρια κεφάλια, χέρια και πόδια). Αργά ή γρήγορα, αμφότερες οι στάσεις εξαναγκάζονται να παραδεχτούν ότι το πρωταρχικό είναι το κοινωνικό – αυτή είναι η μήτρα που ζωοποιεί τόσο το εγώ όσο και το εμείς, οι προθέσεις έχουν δευτερεύουσα σημασία, το πρωτεύον είναι η συνύπαρξη, που επειδή εμφανίζεται απρόσωπη, είναι πανίσχυρη.


Το «συνυπάρχειν», πάντως, για τον Κωστή Παπαγιώργη, εκδηλωνόταν μέσα στις παρέες, στην απαράβατη κανονικότητα των συναντήσεων, στη συνομιλία. «Στις παρέες τα έμαθα όλα, εκεί αποκτάς πείρα και μυαλό», έλεγε. Κι ίσως αυτή η προσήλωση στο ιδεώδες της παρέας (ιδεώδες που καταλύει τις μισανθρωπικές εμμονές), να σχετίζεται με την έμφαση στη σημασία των «μικρών κοινοτήτων» που δεν αφήνουν περιθώρια «για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος», όπως έγραψε κάποτε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Γιατί τον Παπαγιώργη τον απασχόλησε πολύ το ζήτημα του παραδοσιακού ιθαγενούς κοινοτισμού και του καλόγνωμου ήθους του· προσβεβλημένος από την απαξίωση προς κάθε τι επιχώριο και τον διάχυτο θαυμασμό για οτιδήποτε οθνείο (κυρίαρχη συνθήκη στην πορεία της συγκρότησης του έθνους-κράτους), καταφέρθηκε με δριμύτητα ενάντια στο σύγχρονο ελληνικό κράτος που από το δυτικό παράδειγμα κρατάει μόνο την επίφαση, καταντώντας κακέκτυπο και συνάμα καρικατούρα αυτού που θέλησε, αλλά δεν κατάφερε (λόγω ιδιοσυστασίας;) να μιμηθεί.
Αλλά δεν είναι οι ιδέες περί «αυτοχθονισμού» αυτό που κύρια ορίζει τη σκέψη του Παπαγιώργη, ούτε ο βασανιστικός μετεωρισμός του ανάμεσα στο εκσυγχρονιστικό και το παραδοσιοκρατικό ιδεολόγημα, ο οποίος, προϊόντος του χρόνου, φάνηκε να σταθεροποιείται στον δεύτερο πόλο. Είναι ότι μας πρόσφερε ένα οδόσημο προς την κατεύθυνση αυτού που είμαστε και όχι εκείνου που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Και ότι μας χάρισε τη μοναδική ευκαιρία να ξαναζήσουμε, μαζί του, αναγνώστες και συγγραφέας, το “όμοιέ μου, αδελφέ μου” του Μπωντλαίρ.
                  
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
(οι εκδόσεις που κυκλοφορούν)
Υπεραστικά, Καστανιώτη, 2014, 408 σελ.
Περί μνήμης, Καστανιώτη, 2008, 335 σελ.
Περί μέθης, 10η έκδ., Καστανιώτη, 2008, 174 σελ.
Προσωπογραφίες, Κωστής Παπαγιώργης, Πέτρος Τατσόπουλος (κείμενα), Αχιλλέας Χρηστίδης (ζωγραφική), Καστανιώτη, 2007, 445 σελ.
Τρία μουστάκια: Ψιχία μηδενισμού, Καστανιώτη, 2006, 197 σελ.
Εμμανουήλ Ξάνθος: Ο Φιλικός, Καστανιώτη, 2005, 277 σελ.
Τα γελαστά ζώα, Καστανιώτη, 2004, 225 σελ.
Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Καστανιώτη, 2003, 290 σελ.
Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτη, 2002, 350 σελ.
Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση, Καστανιώτη, 2000, 185 σελ.
Σύνδρομο αγοραφοβίας, Καστανιώτη, 1998, 227 σελ.
Η κόκκινη αλεπού. Οι ξυλοδαρμοί: Μισανθρωπίας προλεγόμενα, Καστανιώτη, 1998, 293 σελ.
Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Καστανιώτη, 1997, 216 σελ.
Ίμερος και κλινοπάλη: Το πάθος της ζηλοτυπίας, Καστανιώτη, 1996, 139 σελ.
Λάδια ξίδια, Καστανιώτη, 1996, 208 σελ.
Ζώντες και τεθνεώτες, Καστανιώτη, 1995, 117 σελ.
Σωκράτης, ο νομοθέτης που αυτοκτονεί: Μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου του, Καστανιώτη, 1995, 174 σελ.
Γεια σου, Ασημάκη, Καστανιώτη, 1994, 159 σελ. (περιέχει, ως επίμετρο, το ποίημα του Ηλία Λάγιου «Πικρό και λίγο δάκρυ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο»)
Μυστικά της συμπάθειας, Καστανιώτη, 1994, 212 σελ.
Η ομηρική μάχη, Καστανιώτη, 1993, 318 σελ.
Ντοστογιέφσκι, Καστανιώτη, 1990, 385 σελ.
Σιαμαία και ετεροθαλή, Καστανιώτη, 1990, 188 σε

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Μεταφράζοντας τα Σονέτα του Σαίξπηρ



Ως έχει ο τίτλος της ανακοίνωσής μου νιώθω ότι είναι θλιβερά ελλιπής. Θλιβερός επίσης -καθότι πρόωρος- είναι και ο απολογισμός: είκοσι πέντε σονέτα, όλα κι όλα, από τα εκατόν πενήντα τέσσερα, όσα φέρουν το όνομα του Σαίξπηρ. Και με αυτό το μελαγχολικό κλάσμα της φιλοδοξίας μου ανά χείρας (της φιλοδοξίας μου, εννοείται, να μεταφράσω κάποτε όλα τα Σονέτα), βρίσκομαι κιόλας να μιλώ για το πώς μετέφρασα˙ να εκλογικεύω ένα εγχείρημα που είναι μόλις στην αφετηρία του και απέναντι στο οποίο -περιττεύει αλλά θα το πω- στέκομαι πάντα σε στάση προσοχής και με αισθήματα ανάμικτα, αισθήματα σαν εκείνα που εκφράζουν στη γλώσσα μας οι διφορούμενες και πολυσθενείς λέξεις δέος και θάμβος.

Κι εμείς εδώ που 'χουμε μάτια κι αγαπούμε
όντως θαυμάζουμε και άναυδοι σιωπούμε,
θα λέγαμε για τα ποιήματα αυτά υιοθετώντας τις δικές τους συμβολικές αξίες. Ο λόγος όμως είναι για την τέχνη της μετάφρασης και όχι για την πλεονάζουσα ρητορική της σιωπής.
Υπολογίζεται ότι ανέρχονται στις τριακόσιες χιλιάδες τα σονέτα όσα γράφτηκαν μέσα στον 16ο αιώνα -326 βιβλία με σονέτα κυκλοφορούν, στην Ιταλία και μόνον, από το 1575 ως το 1600 (Muir 1979, 30). Ήδη από το 1590, οπότε πιθανολογείται ότι ο Σαίξπηρ γράφει τα πρώτα του σονέτα, και βεβαιότατα το 1609, όταν κυκλοφορεί η κλεψίτυπη -και μοναδική όσο ζούσε εκείνος- έκδοση όλων των Σονέτων,βρίσκεται στην εκπνοή της μια συνολική αναταραχή, την οποία με τη σημερινή, κάπως ρηχή ορολογία, θα ονομάζαμε μόδα. Όπως συμβαίνει με όλες τις διεθνείς μόδες, ο νεοτερικός τρόπος του σονέτου δεν φαίνεται να σεβάστηκε τις διακρίσεις με τις οποίες συνήθως διυλίζουμε τον μεταφραστικό κώνωπα: Μετάφραση, παράφραση, διασκευή, κλοπή, δάνειο, απομίμηση, αντιγραφή, επίδραση κ.λπ. αποτελούν ισοδύναμες και ομοίως φανταχτερές εκδοχές στο ρεπερτόριο και το βεστιάριο του εκφραστικά αναγεννημένου εραστή, όπως εύγλωττα μαρτυρούν και τα πετραρχικά καμώματα (μεταφράσματα και απομιμήματα) των ανώνυμων κυπρίων ποιητών του 16ου αιώνα. Με άλλα λόγια, η μόδα, ρευστή πάντα και πληθωρική, μοιάζει να αδιαφορεί για τις εννοιολογικές διατυπώσεις και τις εργώδεις θεωρητικές διαβουλεύσεις όσες σωρεύουμε σήμερα απέναντι στο πρόβλημα της μετάφρασης. Και γεννάται, παρεμπιπτόντως αλλά εύλογα, το ερώτημα: Γιατί άραγε θεωρούμε ότι η μετάφραση συνιστά απαραιτήτως και ανυπερθέτως πρόβλημα; Τι μας εμποδίζει να την αναδεχτούμε, μέσα στη δυσκολία της λογοτεχνικής έκφρασης, ως πόρο και διέξοδο και αναγέννηση κάποτε;
Το σονέτο ασφαλώς δεν είναι η μόνη περίπτωση στην ιστορία της ευρωπαϊκής γραμματείας που η μεταφρασιμότητα ενός μείζονος λογοτεχνικού προτύπου απέβη επιδημική, μολονότι δεν έπαψε ποτέ να επαληθεύει και εδώ η ακριβέστατη διαπίστωση του Παλαμά ότι η γλώσσα της ποίησης γνωρίζει μόνον πατρίδα.[1]
Κρατώ λοιπόν, όπως είπα, έναν ελάχιστο και μάλλον ασήμαντο αριθμητή ενός πλήθοντος παρονομαστή, ο οποίος εδώ και επτά περίπου αιώνες δεν σταμάτησε -με κάποια μικρά ή μεγάλα διαλείμματα- να αποθησαυρίζει το ίδιο πάνω κάτω δεκατετράστιχο ποίημα ξανά και ξανά. Μα τι έχει τέλος πάντων αυτή η φόρμα και μας γοητεύει τόσο; Πώς εξηγείται η διάρκεια της ή, αν το θέλετε, η υπερωρία της; Και γιατί παρουσιάζεται τόσο πλήρης; Ίσως, απαντώ, γιατί είναι η μόνη πραγματικά ληξιπρόθεσμη μορφή -καθώς εκκινεί, στη μέση πάντα ενός εμπαθώς ενανθρωπισμένου σύμπαντος, γνωρίζοντας ότι πρέπει να ολοκληρωθεί σε δεκατέσσερις στίχους. Ίσως πάλι γιατί, προκειμένου για το σονέτο, ισχύει περιτράνως η μείζων υπόθεση του Σπαταλά (1997,127) ότι «μαζί με την εξωτερικήν υπόστασή του θ' αναγκαστούμε να εννοήσουμε και ορισμένην υπόσταση περιεχομένου» και ότι επομένως, πάλι με τα λόγια του Σπαταλά, το σονέτο «είναι το μόνο από τα σωζόμενα μετρικά σχήματα που θυμίζει κάτι από τις ιδιότητες της αρχαίας ελληνικής ποίησης, στην οποίαν το μετρικό είδος εδηλούσε και το είδος του περιεχομένου». Η μορφή του σονέτου ενεργοποιεί ως σήμερα μιαν ορισμένη προκατάληψη περιεχομένου˙ περιβάλλεται την αύρα και αναδίδει το άρωμα ενός περιεχομένου. Και το περιεχόμενο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο και τίποτε λιγότερο από τον σύνθετο κόσμο του ερωτικού εγκωμίου. Στο σονέτο συναντώνται, σαν διακριτές εκδοχές του ίδιου περιεχομένου, δύο αντίρροπες, στην τάξη του χρόνου, δυνάμεις: η εκκοσμίκευση και η εξιδανίκευση. Η γλώσσα του σονέτου εκκοσμικεύει τον λανθάνοντα ερωτισμό της θρησκευτικής ευλάβειας, μετοχετεύοντάς τον στη μορφή της επίγειας ερωμένης˙ και συγχρόνως ιδανικεύει την ερωτική επιθυμία που ελευθέρωσε, δίνοντας της σχήμα ευλαβικό. Ο πετραρχισμός λοιπόν δεν είναι απλώς μια καινούρια ερωτική διάλεκτος για την ποίηση, ένα σύστημα αναλογικών εικόνων -παρομοιώσεων και μεταφορών- που εκλογικεύουν το ερωτικό αίσθημα˙ είναι συγχρόνως και μια καινούρια ηθική του έρωτα, ένα όχημα ερωτικής παιδείας και συνομιλίας, από τα αρτιότερα που δημιούργησε ο πολιτισμός, και μια καινούρια μορφή αυτοσυνειδησίας στη λυρική ποίηση. Το πρώτο πρόσωπο του πετραρχικού εγκωμίου αφομοιώνει μεν τον αυλικό εραστή της προβηγκιανής ποίησης, με όλη την ιπποτική εξάρτυσή του, αλλά τον αναγκάζει να αντικρίσει τον εαυτό του και να τον αναστοχαστεί στο κάτοπτρο των δικών του ιδανικεύσεων.
Από τις περιπέτειες αυτής της ερωτικής παιδείας προκύπτουν ασφαλώς και οι φυγόκεντρες δυνάμεις όσες αντιστρατεύονται την αυτοτέλεια της μορφής. Το μοναδιαίο σονέτο αποδεικνύεται τόσο αυτοτελές και συνάμα τόσο επαναληπτικό όσο και η ερωτική συνείδηση την οποία τελετουργεί: Μια αέναη αποξένωση και μια αέναη επιστροφή στον τόπο της ερωτικής πλησμονής, η αμφίδρομη κίνηση ενός ατελούς επαναπατρισμού και μιας αδύνατης απομάκρυνσης -μια αγωνιώδης εκκρεμότητα. Η αμφιθυμία, είτε λανθάνουσα είτε ρητή, της ερωτικής γλώσσας μεταστρέφει τη φορά προς το αντικείμενο σε κυκλική κίνηση, σε συστροφή του ίδιου του ερωτικού υποκειμένου, και τα σονέτα γράφονται σε κύκλους, ακολουθώντας την ελλειπτική τροχιά της επιθυμίας. Ό,τι είναι να ειπωθεί πρέπει να ειπωθεί εντέχνως -δηλαδή με προκαθορισμένη μορφή- μέσα σε δεκατέσσερις στίχους. Αλλά κάποιο ακατασίγαστο υπόλοιπο, περίσσευμα ή έλλειμμα, περιμένει πάντα τις λεπτότερες διευθετήσεις του ερωτικού αισθήματος. Το σονέτο είναι όντως η πιο περιεκτική, η πιο αυτοτελής μορφή˙ αλλά η προκατάληψη περιεχομένου που το συνοδεύει το καθιστά επαναληπτικό στα όρια της ιδεοληψίας. Μια ολόκληρη «μάχη στα φρένα», όπως γράφει ο Σαίξπηρ, η οποία τον κάνει να αναφωνήσει:

Μέρα τη μέρα μου λιμάζω κι ευωχούμαι,
ή σ' όλα λαίμαργος ή όλα τα στερούμαι.
Είναι τέτοια η δυναμική του ερωτικού εγκωμίου, τόσο μεταδοτικά ή τόσο κάρπιμα τα σχήματά της, ώστε τα βλέπουμε ξαφνικά να απλώνουν, με ταχύτητα ερωτικού ερυθήματος, από τη λόγια στη δημώδη ποίηση και αντιστρόφως, υπερβάλλοντας κάποτε το πετραρχικό μεταφορικό σύστημα ως την εξαίσια αποθέωσή του:

Είχε τα χείλη κόκκινα, το μάγουλο βαμμένο.
Κι έσκυψα και το φίλησα κι έβαψε το δικό μου. 
Σ' εφτά ποτάμια το 'πλυνα και τα εφτά εβάψαν, 
κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάου.
Ναι, σωστά το υποψιαστήκατε: Πιστεύω ότι πολλά δημοτικά τραγούδια της χώρας μας είναι αμιγώςπετραρχικά (πρωτογενώς ή δευτερογενώς)˙ εντάσσονται δηλαδή, με τον αξόδευτο ακόμη πλούτο των παραλλαγών τους, στο ίδιο διασταλμένο σύμπαν ερωτικής παιδείας που φέρει το όνομα του Πετράρχη. Δεν διαφέρουν ουσιωδώς οι συμβάσεις που κληρονόμησε ο Σαίξπηρ από εκείνες που μιλούν στον πετραρχικό -καθότι δημοτικό- Μάρκο Βαμβακάρη:

Τα ματόκλαδά σου λάμπουν
σαν τα λούλουδα του κάμπου.
Έχετε ακούσει ευτυχέστερη και τυπικότερη πετραρχική παρομοίωση; Ο Σαίξπηρ γνώριζε ήδη πόσο υπέροχο είναι -αλλά και πόσο βάναυσα ιδανικευτικό αποβαίνει κάποτε- αυτό το σύμπαν των αναλογιών. Και για να φυγαδεύσει τη χοϊκή πραγματικότητα της «μελαχρινής κυρίας» του από τις παρομοιώσεις που την ιδανικεύουν (με άλλα λόγια, για να εκμαιεύσει, για μιαν ακόμη φορά, την αλήθεια μέσα από τη σύμβαση που τη σκηνοθετεί), έπρεπε να αφομοιώσει μεγαλύτερες και πιο προβληματικές περιοχές του ερωτικού αισθήματος. Το σονέτο 130 ακυρώνει, διά της απλής αρνήσεως, τα πετραρχικά στερεότυπα, για να αρθεί σε ένα εγκώμιο δευτέρου βαθμού, όπου η ερωμένη αποβαίνει επιθυμητή, επειδή είναι τώρα περισσότερο πραγματική:

Όχι, τα μάτια της δεν μοιάζουν με τον ήλιο,
μήτε τα κόκκινα της χείλη με κοράλι.
Οι αλλεπάλληλες αρνήσεις, τα αλλεπάλληλα «δεν» που εκσφενδονίζει ο Σαίξπηρ εναντίον των πετραρχικών concetti, ανοίγουν μια μικρή χαραμάδα από όπου εισβάλλει τώρα σαφέστερη η πραγματικότητα του ερωτικού αισθήματος, με όλο τον πλούτο των αμφιθυμικών της μεταπτώσεων. Γιατί -τότε όπως και τώρα- συμβαίνει συχνά η ερωμένη να μην είναι απλώς χαρά και μύρο της ζωής μας. Συμβαίνει συχνά να βρωμούν τα χνότα της και ακόμη συχνότερα να μας απειλεί η επιθυμία της, που τόσο την επιθυμούμε. Εδώ, όπως και στα δραματικά του έργα, ο Σαίξπηρ δεν καταργεί απλώς, δεν ανατρέπει τις παραδεδομένες συμβάσεις για να συναντήσει, πίσω από αυτές, ολόκληρη την πραγματικότητα. Γνωρίζοντας ότι οι συμβάσεις είναι κι αυτές μέρος της πραγματικότητας, μέρος του τρόπου με τον οποίο εκφράζουμε -δηλαδή δείχνουμε και κρύβουμε συνάμα- την πραγματικότητα, ο Σαίξπηρ μετατοπίζει τις συμβάσεις και τις δραματοποιεί, φέρνοντας στην επιφάνεια την απόσταση που τις χωρίζει από τις προϋποθέσεις τους. Η πραγματικότητα αναγεννιέται κάθε φορά από αυτό το χάσμα. Γι' αυτό και η έντεχνη αναπαράστασή της, οσοδήποτε αδυσώπητη, έχει ακόμη τη δύναμη να εξιλεώνει.
Φανταστείτε τώρα την αμηχανία μου, εάν ήμουν υποχρεωμένος να καταθέσω τον τίτλο της ομιλίας μου πλήρη, όπως οφείλει να είναι: «Μεταφράζοντας τα σονέτα του Σαίξπηρ ως σονέτα και όχι σαν κάτι άλλο». Εκείνο το «ως σονέτα και όχι σαν κάτι άλλο» πόσα πράγματα άραγε προϋποθέτει και πόσα εξ αυτών αγνοώ; Καταθέτει βέβαια τη θέλησή μου να τηρήσω στο ακέραιο την έμμετρη μορφή του σαιξπηρικού σονέτου. Αλλά με εκείνη την προκατάληψη περιεχομένου τι γίνεται; Κι αν υποθέσουμε ότι αποτολμούσα μιαν ακόμη πληρέστερη διατύπωση του θέματός μου και, θέλοντας ίσως να πειράξω λίγο τον αγαπητό μου Νάσο Βαγενά, έλεγα: «Μεταφράζοντας τα σονέτα του Σαίξπηρ ως σονέτα και όχι σαν κάτι άλλο, την εποχή του ελεύθερου στίχου» -σε πόσες παρεξηγήσεις θα είχα εμπλακεί, σε πόσους δαιδάλους μεταφρασεολογίας, όπου, αργά ή γρήγορα, όλη εκείνη η ερωτική παιδεία θα πήγαινε ασφαλώς περίπατο, από απλή πλήξη εννοείται!
Από την άλλη, το πράγμα μοιάζει σχετικά απλό. Τα Σονέτα είναι γενικώς καλό να μεταφράζονται ως σονέτα του Σαίξπηρ και όχι σαν κάποιου άλλου. Έχω δηλαδή απαντήσει σιωπηρά στο ερώτημα της μορφής με μία δέσμευση, η οποία ασφαλώς προϋποθέτει την πολιτισμική συνέχεια του είδους: ένα σονέτο του 16ου αιώνα, μεταφραζόμενο, δεν μπορεί παρά να γίνει ένα σονέτο του 20ού αιώνα (τον 21ο τον αφήνουμε για λίγο ακόμη στους πολιτικούς). Εν ολίγοις, χάνει κανείς για να κερδίσει˙ κι όσο περισσότερο τον πονά αυτό που χάνει, τόσο αυξάνουν οι πιθανότητές του -μαζί με την επιθυμία του- να ανακτήσει τα απολεσθέντα με άλλον τρόπο, όχι τον τιμιότερο πάντα. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι και οι αποκλίσεις από το πρωτότυπο -μικρές ή μεγάλες- οφείλουν κι αυτές να πραγματοποιούνται κατά το μέτρο και το πνεύμα του πρωτοτύπου (όπως βεβαίως το αντιλαμβάνεται ο μεταφραστής). Χάνει κανείς για να κερδίσει, όπως είπα -ή, σε πιο καχύποπτη διατύπωση, πείθει τον εαυτό του ότι χάνει επίτηδες και αυτοβούλως, έχοντας μετατραπεί σε ευτυχή φορέα της μεταδοτικής γενναιοδωρίας του πρωτοτύπου. Αυτή η παράδοξη οικονομία της ευφρόσυνης δαπάνης αποτελεί ένα από τα πιο ανθεκτικά και πιο πολυτελή νήματα στη συμβολική ύφανση των Σονέτων:

Απ' το γενναίο κληροδότημα της φύσης
μόνον οι απλόχεροι δανείζονται αδρά.
Με άλλα λόγια, λιγότερο ιδανικευμένα, για να μεταφράσεις παίρνεις άδεια από τη σημαία και μεταφράζεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Αν χρειάζεται, σώνει και καλά, να αντλήσουμε από τα έργα του Σαίξπηρ κάποιο δίδαγμα για το έργο του μεταφραστή, η προτίμησή μου κλίνει προς τον ακόλουθο διάλογο από τον Άμλετ. Αρκεί να αφήσουμε τις λέξεις «τιμιότητα» (ή πιστότητα) και «ομορφιά» να διολισθήσουν από την κυριολεξία στην αλληγορία, και ο εμπαθής αυτός διάλογος μετατρέπεται σε συζήτηση περί μεταφράσεως, όπου ο μελαγχολικός πρίγκηψ της Δανιμαρκίας ενσαρκώνει, εντελώς προσδόκιμα, την καχύποπτη φιλοσοφία και η δυστυχής Οφηλία την αθώα μετάφραση που επιμένει να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα:

ΑΜΛΕΤ: Χα, χα. Είσαι τίμια;
ΟΦΗΛΙΑ: Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤ: Είσαι ωραία;
ΟΦΗΛΙΑ: Τι εννοεί η Εξοχότης σας;
ΑΜΛΕΤ: Πως αν είσαι τίμια και ωραία, η τιμιότητά σου δεν πρέπει να επιτρέπει πολλά πάρε-δώσε με την ομορφιά σου.
ΟΦΗΛΙΑ: Τι καλύτερη συναναστροφή, Κύριέ μου, θα μπορούσε να βρει η τιμιότητα από την ομορφιά;
ΑΜΛΕΤ: Ναι, πράγματι. Γιατί η δύναμη της ομορφιάς θα μετατρέψει αμέσως την τιμιότητα σε μαστροπό, προτού προλάβει η ισχύς της τιμιότητας να μεταφράσει την ομορφιά σε κάτι που να της μοιάζει.
Σύμφωνα με το δίδαγμα λοιπόν όφειλα να μεταφράσω τίμια την ομορφιά του πρωτοτύπου σε κάτι που να του μοιάζει, λαμβάνοντας ασφαλώς υπόψιν το ενδεχόμενο ότι η ασθενής τιμιότητά μου, αναγκασμένη να διαφημίσει τα κάλλη του ατυχούς πρωτοτύπου σε άλλη γλώσσα, είχε ήδη μεταμορφωθεί σε μαστροπό.
Προτείνω έπειτα από αυτά να εγκαταλείψουμε τη μεταφρασεολογία -τον θεωρητικό λόγο περί μετάφρασης-, προς την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τηρώ μια στάση ευνοϊκής (όχι όμως και εντελώς γαλήνιας) ουδετερότητας, και να αποτολμήσουμε κάτι εντελώς διαφορετικό: μια ιστορία. Θα ξεκινήσω με μια υποθετική αναδρομή, για την οποία, όταν την ακούσετε, θα πρέπει ασφαλώς να δεχτείτε ότι περιέχει όλα τα ευγενή συστατικά ενός εικότος μύθου˙ ότι όντας τόσο κοινή, σχεδόν αυτονόητη, και παρά τον αξιοθρήνητο εμπειρισμό της, η εμπλοκή της με ό,τι ίσως ακόμη ονομάζουμε αλήθεια (με μικρό ψιθυριστό α, για να μην ξυπνήσει ο μεταμοντέρνος ανάμεσά μας ή μέσα μας) δεν μπορεί να αφήσει εντελώς αδιάφορη τη θεωρία της μετάφρασης.
Ας υποθέσουμε λοιπόν, για λόγους καθαρά μεταφραστικούς, ότι κάπου στα χρόνια τού εξήντα ένας νεαρός συμπατριώτης μας, ηλικίας δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών, γνωρίζεται στις διακοπές του με νεαρά επίσης -ας πούμε ένα ή δύο χρόνια μεγαλύτερή του- Αγγλίδα. Το πόσο όμορφη θα ήταν -στα μάτια του νέου- εκείνη η Αγγλίδα, εάν δεν το έχουμε ήδη υποθέσει, θα μας το πουν τώρα πια τα Σονέτα:

Πώς να σε πω -καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία.
Γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί, 
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.
Ο έρωτας, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι βαθύς, σφοδρός, ανυπόκριτος και αμοιβαίος, όπως οφείλει να είναι πάντα -και κάποτε όντως είναι- ο έρωτας. Αλλά μετά από αμοιβαίες παρθενικές απολαύσεις ολίγων -φευ- ημερών, και επειδή «τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία», η νεαρά Αγγλίδα πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα της και ο νεαρός στο πεζό ελληνικό γυμνάσιο. Ας υποθέσουμε επίσης, χάριν του επιχειρήματος, ότι ο νεαρός γνωρίζει την αγγλική, ή ότι γνωρίζει κάτι περισσότερο από το σύνηθες για την εποχή, και ότι, έχοντας ήδη νιώσει κάποιες έντονες λογοτεχνικές ανησυχίες (θα έχει σκαρώσει και μερικά ποιήματα), το ενδιαφέρον του για την αγγλική γλώσσα δεν είναι αποκλειστικά ερωτικό.
Αφήνω τα υπόλοιπα στη φαντασία ή τη μνήμη σας. Ένα κυρίως μας ενδιαφέρει από αυτήν την υποθετική ιστορία: οι δύο πρωταγωνιστές αλληλογραφούν και μόνο αλληλογραφούν ούτε μία φορά δεν θα ξανακούσουν ο ένας τη ζώσα φωνή του άλλου, σαν να μην είχε ακόμη εφευρεθεί το τηλέφωνο. Η απουσία είναι απόλυτη και αποβαίνει εντέλει οριστική. Αλλά μέσα στα γράμματα που ανταλλάσσουν, σε αυτόν τον ιερωμένο χώρο της αμοιβαίας απουσίας, η ποίηση μπορεί τώρα να ακουστεί με όλη την πρωταρχική, παρήγορη ουσία της. Για έναν ατελείωτο χρόνο, όσο υποθέτουμε ότι κράτησε η αλληλογραφία τους (και ένας χρόνος εφηβείας είναι ολόκληρη ζωή), οι δύο ερωτευμένοι έχουν μετατραπεί -σαν να το θέλησαν, σαν να το είχαν σχεδιάσει- σε ιδανικές μορφές της παλιάς σονετογραφίας και μύστες του ερωτικού εγκωμίου. Η αλληλογραφία δεν καταργεί την απόσταση. Απεναντίας, η απόσταση -«ο ζωντανός ο χωρισμός», όπως λέει το δημοτικό τραγούδι- είναι ο όρος της, η ύλη της, η επικράτειά της˙ τα γράμματα γράφονται και διαβάζονται μέσα στο κενό που αφήνει ο ένας στον χώρο όπου ζει ο άλλος. Μοιάζει όμως να καταργεί τον χρόνο, να τον παγώνει γύρω από το πένθος, να τον καθηλώνει στο παρόν της απουσίας του άλλου και στην ανεξάντλητη προσδοκία μιας δεύτερης φυσικής του παρουσίας.
Μια μεγάλη λαϊκή λατρεία ήταν η αλληλογραφία, με όλη την περήφανη σκευή της: σύνεργα γραφής, χαρτόκουτα, σπάγκους, κορδέλες, μικρά ενθυμήματα και μία μόνο ασπρόμαυρη φωτογραφία στη θέση της παλιάς λατρευτικής μινιατούρας˙ μια μεγάλη κοσμική λατρεία, και οι δύο μικροί εραστές ασπάστηκαν το σχήμα της ασμένως, χωρίς καμία παραχώρηση στην τεχνολογία των ψευδαισθήσεων, στην εικονική πραγματικότητα, όπως την ονομάζουμε σήμερα˙ μια μεγάλη οικουμενική λατρεία, που δεν χρειάστηκε ποτέ ιερό σκεύος πολυτιμότερο από το ιδιόχειρο γράμμα, σύμβολο πίστεως σθεναρότερο από το απλό γραμματόσημο ή ιερέα επισημότερο από τον απλό ταχυδρομικό διανομέα, κομιστή ερωτικών εγκωμίων στα πέρατα της γης, ύψιστο λειτουργό και απόστολο του πετραρχισμού. Μέσα στο απομαγευμένο σύμπαν της εξάπλωσής της, η αλληλογραφία αναμάγευε λίγο λίγο και κρυφά τον κόσμο, περιθάλποντας την ιδιωτική περιοχή όπου κατεξοχήν ευδοκιμεί η ερωτική ποίηση. Και εκεί, στα εκατομμύρια γράμματα που αντηλλάγησαν -δηλαδή δωρήθηκαν- οριστικά και αμετάκλητα, χωρίς υστερόβουλα αντίγραφα, στα εκατομμύρια γράμματα που καταστράφηκαν ή χάθηκαν και στα άλλα που φυλάσσονται ακόμη, σε αυτό το αφανές, το απροσπέλαστο για τη φιλολογία σύμπαν, οι δεκατέσσερις στίχοι του σονέτου, σαν να κόπηκαν μόλις χθες, εξαργυρώνουν τις ίδιες πραγματικές αξίες, αψηφώντας κάθε γραμματολογική ισοδυναμία:

Έχει αντίκρισμα ζωής αυτός ο στίχος
και σαν μνημείο παραμένει εδώ μαζί σου.
Είπαμε, αλληλογραφούν. Εκείνη, μορφωμένη Αγγλίδα, θα διανθίσει τα γράμματά της με καίρια αποσπάσματα˙ όλο και κάποιος στίχος θα παρεισφρήσει στα λόγια της -ασφαλώς και του Σαίξπηρ, προ πάντων του Σαίξπηρ, όπως:
Πόσο βαραίνει στην καρδιά μου το ταξίδι,
ή ο καταληκτικός στίχος του ίδιου σονέτου:
Μπροστά μου απλώνει ο πόνος κι η χαρά μου πίσω.
Και από το ύψος της μητρικής της γλώσσας, θα τον προσφωνεί απονέμοντάς του, σε κάθε γράμμα, τον υπέρτατο τίτλο ερωτικής ευγενείας: My lord. Κι αυτός, σαν από ένστικτο, θα ανταποκριθεί με ένα ομοίως ελισαβετιανό, ένα εξαίσιο: My lady, χύνοντας το δικό του αίσθημα στην «ξένη γλώσσα». Ώσπου μια μέρα, ο μικρός κύριος της ιστορίας θα λάβει μιαν επιστολή που περιέχει, μεταγραμμένο με τους οικείους χαρακτήρες της αγαπημένης του, ολόκληρο το σονέτο 97, μοναδικό στην ερωτική γραμματεία:

Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ο νεαρός υποβάλλεται συνολικά στη γοητεία ενός σαιξπηρικού σονέτου -γεγονός το οποίο, εάν η αληθοφανής ιστορία μας περιέχει έστω και ένα κόκκο αληθείας, θα εγκαινιάσει μέσα στην ψυχή του ένα ισόβιο πάθος, βουβό, εντούτοις, και ανεπίδοτο όσο τα Σονέτααποδεικνύονται ή κηρύσσονται αμετάφραστα στη γλώσσα του.
Φανταστείτε όμως τώρα την έκπληξη του νέου, όταν μεγαλώνοντας, κι αν υποθέσουμε ότι σπουδάζει φιλολογία ή ασχολείται φανατικά με τα γράμματα, μαθαίνει ότι το σονέτο εκείνο που με τόσο πάθος του είχε αφιερώσει η νεαρή Αγγλίδα -όπως και όλα τα σονέτα ως τον αριθμό 126- ο Σαίξπηρ το απευθύνει σε νεαρό. Σε νεαρό, θα μου πείτε, το είχε απευθύνει και η Αγγλίδα. Σύμφωνοι. Αλλά μόνο του, εκτός συμφραζομένων, το σονέτο δεν περιείχε καμία απολύτως ένδειξη γένους, μήτε για τον ομιλητή μήτε για τον αποδέκτη του εγκωμίου. Χάρη σε αυτήν την απροσδιοριστία, το σαιξπηρικό κείμενο πραγματοποιούσε, κατά τρόπο απείρως παρηγορητικό, την ερωτική αμοιβαιότητα που είχαν νιώσει όσο ήσαν μαζί, και ο νεαρός μπορούσε να επιστρέψει νοερά στη νεαρή Αγγλίδα τα λόγια που εκείνη του είχε αποστείλει. Η ποιητική έκφραση ανήκε ισότιμα και στους δύο, αδιακρίτως γένους, περικλείοντας την απόσταση που τους χώριζε σε ένα πλήρες σύμπαν ερωτικής εχεμύθειας, όπου οι δύο πόλοι, ο αποστολέας και ο παραλήπτης, ήσαν αενάως εναλλάξιμοι.
Τα μέχρι πρότινος απλά αποκτούν τότε για τον τέως νεαρό της ιστορίας μας διαστάσεις και συναρτήσεις που μήτε τις φανταζόταν. Και πόσο πυκνή, πόσο αδόκητα ενοχοποιημένη θα του φάνηκε η δική του γλώσσα. Εκείνο το love αίφνης του πρωτοτύπου, το οποίο μοιάζει να υποδέχεται όλη την ψυχική περιπλοκή του ομιλητή, σε όλες τις πιθανές εκδοχές του αισθηματικού του φάσματος -αυτή η αδιαφοροποίητη λέξη τι είναι τελοσπάντων: αγάπη, έρωτας, φιλία, κάποτε το ένα ή το άλλο και κάποτε όλα μαζί; Μια μετάφραση των σονέτων θα ήταν πλέον γι' αυτόν μια υπόθεση όχι απλώς αδιανόητη αλλά απαγορευμένη.
Η απορία του νέου εκείνου, όπως δικαιούμαστε να την αναπλάσουμε σήμερα, βρίσκεται ασφαλώς μέσα στους όρους της ιστορικής δεξίωσης των Σονέτων, η οποία υπήρξε μάλλον αλλοπρόσαλλη και -ως τον αιώνα μας τουλάχιστον- κάθε άλλο παρά μονόπλευρη ή αμιγώς θαυμαστική. Στο ένα άκρο, πρυτανεύει πάντα ο ωραιοπαθής και εμπρηστικός Όσκαρ Γουάιλντ με το «Πορτραίτο του W.H.», για να μας υπενθυμίζει πόσες και τι αλλόκοτης λογής ιστορίες μπορεί να θρέψει το πάθος για τα ποιήματα αυτά. Στο άλλο, ο στοχαστικός Κόλεριτζ, ουδόλως συμβατικός κατά τα άλλα, να κρατιέται πεισματικά στην πιο συμβατική, την πιο αθώα εκδοχή της ιστορίας, και αντίθετα σε όσα γνωρίζει η φιλολογία σήμερα, αντίθετα επίσης σε όσα ήδη υποψιαζόταν η φιλολογία τότε, να υποστηρίζει ως το τέλος της ζωής του ότι τα Σονέτα ασφαλώς απευθύνονται σε γυναίκα (Coleridge [1894] 242-243):
Δεν πιστεύω ότι ο Σαίξπηρ, απλώς και μόνον επειδή ήταν ηθοποιός, θα το θεωρούσε αναγκαίο να μεταμφιέσει τα αισθήματα που έτρεφε προς τον Πέμπροουκ [τον W.H. της αφιέρωσης], μολονότι θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο, εάν το πραγματικό του θέμα ήταν κάποια Λάουρα ή Λεονόρα. Μου φαίνεται ότι τα σονέτα μπορεί να προέρχονται μόνον από άντρα βαθιά ερωτευμένο, και ερωτευμένο με γυναίκα… Αυτά τα εξαιρετικά σονέτα αποτελούν στην πραγματικότητα ένα ενιαίο ποίημα με ισάριθμες δεκατετράστιχες στροφές˙ και, όπως και το πάθος που τα ενέπνευσε, τα σονέτα είναι πάντα ίδια, με ποικιλία στην έκφραση -συνεχόμενα, από τη σκοπιά της ψυχής του εραστή, και διακριτά, εάν τον αφουγκραστούμε να τα αφή­νει ένα ένα σαν στεναγμούς.
Σαν τον νεαρό της ιστορίας είμαστε όλοι, όποτε βρεθούμε μπροστά στην ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τα Σονέτα συνολικά, ως μείζον λογοτεχνικό πρότυπο του πολιτισμού μας. Μια σειρά ανατροπές, που διατηρούν ως σήμερα ακέραιη τη δύναμή τους, ανασυντάσσουν εκ θεμελίων την τυπική πετραρχική σχέση. Βλέπουμε πρώτα απ' όλα ότι από τη θέση του εγκωμιαζόμενου εκτοπίζεται -πήγα να πω καθαιρείται- η συνήθης εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή, την οποία διαδέχεται επί 126 συνεχόμενα σονέτα ένας ωραίος, μάλλον αριστοκρατικής καταγωγής νέος. Για τη σχέση του ομιλητή με τον νέο αυτό δεν γνωρίζουμε και μάλλον δεν πρόκειται ποτέ να μάθουμε τίποτε περισσότερο από ό,τι λένε ή ίσως υπαινίσσονται τα σονέτα. Αλλά στα ποιήματα που διαβάζουμε χωρούν κάλλιστα όλες οι πιθανές εκδοχές, από την ανυπόκριτη φιλία και τον θαυμασμό του προστατευόμενου προς τον άρχοντα έως την πραγματοποιημένη ομοφυλοφιλική σχέση. Κατόπιν, όταν προστίθεται στην εικόνα η αναμενόμενη ερωμένη της σονετογραφίας, από το 127 ως το 152, πάλι τα πράγματα δεν υπακούουν στο προσδόκιμο σχήμα. Αυτή η διαβόητη «μελαχρινή κυρία» του σαιξπηρικού πάθους προκύπτει απείρως πιο ερωτική, πιο γήινη και πιο επικίνδυνη από την πετραρχική προκάτοχό της. Δεν είναι πλέον η παρθενική μορφή των πετραρχικών στερεοτύπων, όπως είδαμε προηγουμένως (σονέτο 130). Τα σκοτεινά της χρώματα ενσαρκώνουν ένα καινούριο για την ποίηση είδος ερωτικού λόγου, όπου συμφύρονται η επιθυμία με την ερωτική απειλή και η έλξη με τον φόβο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μαθαίνουμε ότι έχει εκμαυλίσει τον νεαρό του πρώτου μέρους. Η ερωμένη αυτή, εν αντιθέσει με όλες τις προκατόχους της, είναι ερωτικά έμπειρη, δραστήρια και άπιστη.
Τίποτε από όσα συνιστούν την πυρηνική πετραρχική σχέση, τουλάχιστον στη συμβατική εκδοχή της, δεν φαίνεται να έχει μείνει στη θέση του. Τα προσωπεία του ερωτικού εγκωμίου, με πρώτο και σημαντικότερο το προσωπείο του ομιλούντος ποιητή, αρχίζουν και αποκτούν βάθος και προσωπικότητα, όσο οι επιθυμίες τους -με όλες τις ψυχικές και ηθικές επιπλοκές τους- παρουσιάζονται όλο και πιο προβλη­ματικές. Στο πρόσφατο, θαυμαστό από κάθε άποψη, βιβλίο της για τα Σονέτα η Helen Vendler (1997,19) παρατηρεί ότι το σημαντικότερο δημιούργημα της ποιητικής φαντασίας του Σαίξπηρ είναι ο ίδιος ο ομιλητής: ένα από τα πιο σύνθετα και πιο αληθινά -στην τάξη των αισθημάτων μας- πρόσωπα στην ιστορία της λυρικής ποίησης. Η ίδια η έννοια του λυρικού υποκειμένου (του πρώτου ενικού προσώπου της λυρικής ποίησης) βαθαίνει ανυπολόγιστα, καθώς εγκαθιδρύονται στην περιοχή του δύο σύμμετρα αλλά αποσταθεροποιημένα συστήματα αξιών, τριγωνισμένα και τα δύο: Από τη μια, την πλευρά της φιλίας και του έρωτα, η σχέση του ομιλητή με τον φίλο του μεσολαβείται από τη χοϊκή εμμονή της σκοτεινής κυρίας. Από την άλλη πλευρά, στον αξιακό πόλο που καταλαμβάνει η ποίηση, η θεμελιώδης πάλι σχέση του ποιητή με τον φίλο τριγωνίζεται από την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων αντίζηλων ποιητών (στα σονέτα 78-86). Στην πραγματικότητα λοιπόν στη θέση της διμερούς, ευθύγραμμης σχέσης του ερωτικού εγκωμίου (ομιλητής-ερωμένη) συναντούμε δύο ισόπλευρα τρίγωνα (ποιητής-φίλος-ερωμένη και ποιητής-φίλος-αντίζηλος ποιητής). Τα δύο τρίγωνα, έχοντας κοινή βάση (ποιητής-φίλος), σχηματίζουν ένα τετράγωνο (ποιητής -ερωμένη-φίλος-αντίζηλος ποιητής) διά του οποίου διευθετείται η συμβολική κυκλοφορία τωνΣονέτων. Μέσα από αυτόν τον αγωνιώδη τετραγωνισμό του ποιητικού προσώπου, και όσο περισσότερο βαθαίνουν οι υποκειμενικές-ψυχικές επιπλοκές του εγκωμίου, αναδεικνύεται όλο και σαφέστερα η ηθική περιπέτεια της ποίησης και προβαίνει, ανάγλυφη πια, η ένταση ανάμεσα στη λογοτεχνική σύμβαση και την αλήθεια. Ας θυμηθούμε για μιαν ακόμη φορά τον Τέλλο Άγρα, όταν έγραφε ότι «η μορφή είναι η εφηρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου», και ας ακούσουμε τη Rosalie Colie (1974, 66-67):
Είναι σαφές ότι η σχέση του ποιητή προς αυτόν το φίλο εδράζεται στην ποίηση: Η ποίηση δεν είναι απλώς το συμβατικό μέσο διά του οποίου μπορεί να απευθυνθεί κανείς στον προστάτη του, τον φίλο και εραστή του[˙] δεν είναι απλώς η συμβατική φωνή που εγκωμιάζει την ομορφιά. Είναι επίσης ο ποιητής ο ίδιος, που ριζώνει μέσα στην προσωπικότητά του και αφήνει το σημάδι του […] σε όλες τις ανθρώπινες πραγματώσεις και σχέσεις του. Δεν εκπλήσσει τόσο το γεγονός ότι ο Σαίξπηρ προικίζει την ποιητική θεωρία με σώμα και προσωπικότητα στο πρόσωπο του επινοημένου αντίζηλου ποιητή, γύρω από τον οποίον οργανώνει ένα δράμα της ποίησης και για την ποίηση, αναζωογονώντας με τον τρόπο αυτό μιαν εντελώς ακαδημαϊκή σύμβαση μεταποιητικής σονετογραφίας. Πολύ περισσότερο εκπλήσσει το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό ο Σαίξπηρ εντείνει και δραματοποιεί ζητήματα ύφους -του εγκωμίου, της μιμήσεως, της αυτοπροβολής. Ο αντίζηλος ποιητής καλείται όχι απλώς ως η φωνή της ποιητικής «τεχνοτροπίας», μολονότι θα αποτελέσει αναμφίβολα την αφορμή για να συζητηθεί ένα τέτοιο θέμα. Αλλά, επειδή στη σπάταλη οικονομία του ποιητή των Σονέτων η ποίηση είναισαφέστατα ο άνθρωπος, και η επιλεγόμενη τεχνοτροπία τόσο διαποτισμένη με την προσωπικότητα του, για τον λόγο αυτό ο αντίζηλος ποιητής αποβαίνει μια ζωντανή απειλή στην προσπάθεια του ποιητή να συνεχίσει να ζει ως ποιητής, ως φίλος, ως άνθρωπος -απειλή που μπορεί να την αποτρέψει μόνον εάν αφοσιωθεί, ξανά και αποκαθαρμένος, στην ακεραιότητα της ποίησης. Κατά τη γνώμη μου, όλη η δημιουργική προσπάθεια του Σαίξπηρ αποδεικνύει ότι για εκείνον η ποιητική ακεραιότητα έγκειται στη συνεχή αντιμετώπιση των προβλημάτων τα οποία θέτει πάντα η λογοτεχνία στους ποιητές. […] Από τα Σονέτα μαθαίνουμε […] πώς η θεμελιώδης ηθική υπόσταση ενός ανθρώπου μπορεί να είναι ζήτημα ύφους.
Το εντυπωσιακό, έπειτα από αυτά, είναι η αμεσότητα με την οποία μας κυριεύουν στίχοι τόσο περίπλοκα και τόσο βαθιά διαμεσολαβημένοι από τη σκληρότερη, κάποτε, διερεύνηση των προϋποθέσεών τους. Ακόμη και ποιήματα που περιέχουν ισχυρές μεταγλωσσικές και μεταποιητικές προτάσεις, ποιήματα ποιητικής, όπως συνηθίσαμε να τα ονομάζουμε, ακόμη και αυτά πολλαπλασιάζουν, αντί να διαιρούν, τη συγκίνηση και κερδίζουν, αντί να χάνουν, σε αμεσότητα, παρά τη συχνά περίπλοκη, αναγεννησιακή ρητορική τους. Τρανό παράδειγμα το σονέτο 76, ένα από τα ωραιότερα όλου του κύκλου:

Γιατί οι στίχοι μου στερούνται νέου κόσμου,
και δεν γεννούν λαμπρές τροπές ή ποικιλμούς; 
Γιατί δεν στρέφω όπως στρέφει ο καιρός μου,
σ' άλλες μεθόδους, σε παράξενους ειρμούς;
. . . . . . .
Για σένα λέω πάντα, κι ο δικός μου μύθος 
έχει για θέμα του τον έρωτα και σένα˙
κι ανακαινίζω τα παλιά με νέο ήθος,
πάλι ξοδεύοντας τα ήδη ξοδεμένα.
Όλα αυτά προφανώς δεν τα είχε καν ονειρευτεί ο νεαρός ευγνώμων αποδέκτης του ερωτικού σονέτου.
Τι δηλοί ο μύθος; Μεταφράζοντας αυτά, τα πιο υποψιασμένα (από πολλές απόψεις) ποιήματα της ερωτικής παιδείας μας, όφειλα προφανώς να παρακολουθήσω τη φιλολογική γνώση και κατανόηση όση επισώρευσαν τρεις τουλάχιστον αιώνες σαιξπηρολογίας˙ συγχρόνως όμως αισθανόμουν ότι όφειλα, εξίσου επιτακτικά, να σεβαστώ την άγνοια ή την αφέλεια του νεαρού και της νεαράς της ιστορίας μας -να αφουγκραστώ σαν ωτακουστής την τεράστια ποικιλία των χρήσεων και των καταχρήσεων στις οποίες έχουν υποβληθεί τα Σονέτα. Έπρεπε να υποθέσω, ως πραγματική συνθήκη υποδοχής για τα ποιήματα αυτά, ένα ολόκληρο σύμπαν ερωτικής αλληλογραφίας και να ανοίξω κρυφά γράμματα που ασφαλώς προορίζονταν για άλλους. Αυτή θα ήταν, κατ' ανάγκην, η μικρή ή μεγάλη αδιακρισία μου.
Με άλλα λόγια, έπρεπε να σεβαστώ κάτι εξαιρετικά δύσκολο για τη γλώσσα μας, που είναι γραμματικά περισσότερο έμφυλη από την αγγλική: τόσο τη γνώση του γένους του ομιλητή και του παραλήπτη, όσο και την ασάφεια του γένους, η οποία επιτρέπει στα ποιήματα αυτά μια καθολικότητα χρήσεων εντυπωσιακή. Έτσι, εάν υπάκουα αποκλειστικά στη συγκίνηση του νέου, θα μετέφραζα:

Πώς να σε πω -καλοκαιριάτικο πρωί;
Πόσο πιο εύκρατη εσύ, πιο ερασμία.
Εάν υπάκουα στη γνώση του πράγματος, ασφαλώς δεν θα απέφευγα το γένος του επιθέτου και θα μετέφραζα:

Πώς να σε πω -καλοκαιριάτικο πρωί;
Είσαι πιο εύκρατος εσύ και πιο ωραίος.
Προτίμησα λοιπόν να σεβαστώ την απροσδιοριστία του φύλου στο πρωτότυπο, κάτι που προφανώς δεν ήταν εφικτό σε όλες τις περιπτώσεις:

Πώς να σε πω -καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία.
Γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί,
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.
Ανάλογα σύνθετες ή μικτές έπρεπε να είναι και οι λύσεις απέναντι στο πρόβλημα της σαιξπηρικής love. Τη μια φορά μετέφρασα:

Τέτοιο για μένα της αγάπης σου το κλέος,
που δεν τ' αλλάζω ούτε με σκήπτρο βασιλέως.
Ενώ σε άλλη περίπτωση οι μετρικές ανάγκες υπαγόρευσαν τη λέξη έρωτας, όχι όμως, πιστεύω, εις βάρος του αποτελέσματος:

Όπως ο ήλιος λάμπει νέος και παλιός,
ο έρωτάς μου ξαναλέγεται κι αλλιώς.
Θα μου επιτρέψετε, ελπίζω, να τελειώσω διαβάζοντας ολόκληρο το σονέτο που έλαβε κάποτε με το ταχυδρομείο ο υποθετικός νεαρός της ιστορίας μας. Τώρα πια, ίσως επειδή τόλμησα να το μεταφράσω, μπορώ να το διαβάσω όπως πραγματικά είναι -ένα ποίημα πένθους για εκείνο το ερωτικό σύμπαν το οποίο, κι ας βρίσκεται ακόμη στην άκρη των δαχτύλων μας, λίγες δεκαετίες πίσω μας στο παρελθόν, μοιάζει ήδη καταποντισμένο στους αιώνες:

Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα˙
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη, 
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα. 
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του, 
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει, 
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου. 
Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης 
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα˙ 
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις 
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.
Κι αν κελαϊδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα.
Η μετάφρασή μου, οφείλω να ομολογήσω, κλέβει μια σημαντική λέξη από τον όγδοο στίχο του πρωτοτύπου. Έχει κι αυτή μια θέση στην αφήγηση, εάν θέλουμε να είναι πλήρης η υποθετική ιστορία μας. «Σαν μήτρες που χηρεύουν μετά την αποδημία του κυρίου τους», λέει κατά λέξη το αγγλικό: «Like widowed wombs after their lord's decease». «Αγνόησε», έγραφε στο γράμμα της η νεαρή Αγγλίδα, «τη λέξη lord. Δεν είσαι εσύ». Τον καθαιρούσε λοιπόν για να προφυλαχτεί η ίδια; Ή μήπως προνόησε με αυτόν τον παράδοξο τρόπο να προφυλάξει κάπως τη μνήμη του, όταν, τριάντα χρόνια αργότερα, θα ερχόταν και η μοιραία ώρα που θα έπεφτε ξαφνικά στα πόδια του, από τις σελίδες ενός βιβλίου, η παλιά επιστολή; Μάλλον τίποτε από αυτά. Απλώς φοβόταν τον πένθιμο συμβολισμό του στίχου. Στην ποίηση, όπως και στη μετάφραση της ποίησης, δικαιούται κανείς να είναι λίγο προληπτικός.
Δεν είμαι σε θέση να πω εάν τίμησα το πρωτότυπο και ασφαλώς δεν θα μάθω ποτέ εάν σεβάστηκα δεόντως τα αισθήματα του νεαρού της ιστορίας μας. Μοιάζει χειμώνας πάντα ο καιρός της μετάφρασης, θαμπός χειμώνας, πολύ μακριά από το πρωτότυπο που ιδεαστήκαμε και αγαπήσαμε, και καθιστά ακόμη πιο αφανή τα αισθήματα της νεότητας. Κι ας είναι πάντα καλοκαίρι εκεί όπου τα σονέτα, ως ερωτικά εγκώμια, ευδοκιμούν ακόμη με όλες τις απροσδόκητες αποφύσεις τους, και όπου ο χρόνος της μετάφρασης, πολλά χρόνια μετά, πάει να συναντήσει τον άλλο χρόνο, τον ανέφικτο. Θα κριθούμε όλοι εκ του αποτελέσματος˙ αναμφίβολα. Αλλά και οι ιστορίες, είτε πραγματικές είτε επινοημένες, που αφήνουμε πίσω μας έχουν κι αυτές μερίδιο στην ηθική περιπέτεια της ποίησης. Και στην περίπτωση των μεγάλων προτύπων και πρωτοτύπων, θα συμφωνήσετε μαζί μου, ένα ηθικό ελάττωμα, μια αποτυχία της μορφής, αποβαίνει ακόμη πιο δυσβάσταχτο για όλους. Το λέει άλλωστε και ένα άλλο περίφημο σονέτο του Σαίξπηρ:

Στις πράξεις πάντα και τα πιο γλυκά πικρίζουν˙
Όζουν χειρότερα οι κρίνοι που σαπίζουν.

Σημειώσεις

1 Βλ. Παλαμάς 1930, 7: «Γιατί το 'χει και η μοίρα των ποιητών˙ η γλώσσα των ξέρει μονάχα πατρίδα·δεν έχει σχεδόν τίποτε κοσμοπολιτικό».

Βιβλιογραφικές αναφορές

COLERIDGE, S.T. [1894]. Table Talk. Passages from the Prose and Table Talk of Coleridge. Επιμ. W.H.Dircks. Λονδίνο: Walter Scott Ltd.
COLIE, R.L. 1974. Shakespeare's Living Art. Πρίνστον: Princeton University Press.
MUIR, K. 1979. Shakespeare's Sonnets. Λονδίνο: George Allen & Unwin.
ΠΑΛΑΜΑΣ, Κ. 1930. Ξανατονισμένη μουσική. Αθήνα: Ι.Δ. Κολλάρος.
ΣΠΑΤΑΛΑΣ, Γ. 1997. Για το σονέττο. Στο Η στιχουργική τέχνη. Μελέτες για τη νεοελληνική μετρική, επιμ. Ευρ. Γαραντούδης, Άννα Κατσιγιάννη, 127-140. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
VENDLER, Η. 1997. The Art of Shakespeare's Sonnets. Κέμπριτζ, Μασσ.: Harvard University Press.