Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Γκέοργκ Τρακλ "Ο Σεβαστιανός στο όνειρο"

Perugino, Αγιος Σεβαστιανός, 1478


Γκέοργκ Τρακλ: Ο Σεβαστιανός στο όνειρο 


Ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ[2] ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ 

Για τον Άντολφ Λόος 



Μέσα στο ασημένιο σεληνόφωτο η μάνα κουβαλούσε το μικρό παιδί, 
Στον ίσκιο της καρυδιάς, της πανάρχαιας κουφοξυλιάς,
Μεθυσμένη από τους χυμούς του αφιονιού, το θρήνο του κότσυφα
Και ήρεμα και απαλά 
Έσκυβε πάνωθέ τους συμπονετικά γενειοφόρο πρόσωπο

Σιγανά στο σκοτάδι του παραθύρου και τα παλιά σύνεργα
Των προγόνων
Κείτονταν ρημαγμένα αγάπη και φθινοπωρινό ονειροπόλημα.

Σκοτεινή και η μέρα  του χρόνου, θλιμμένα παιδικά χρόνια, 
Όταν αργά-αργά κατέβαινε τ'αγόρι στα δροσερά νερά και στ' ασημένια ψάρια,
Γαλήνη και πρόσωπο· 
Όταν πέτρινο χυμούσε μπροστά σε μαύρα φαριά αφημιασμένα, 
Μέσα από την γκρίζα νύχτα έφτανε κι έστεκε από πάνω του τ'αστέρι του· 

Ή όταν το βράδυ,  πιασμένο από το παγωμένο χέρι της μάνας, περνούσε 
Δίπλα από το φθινοπωρινό Κοιμητήριο του Αγίου Πέτρου[3], 
Μια τρυφερή σορός κειτόταν σιωπηλή στο σκοτεινό νεκροτομείο 
Και μοισάνοιγε τα παγωμένα της βλέφαρα για να τον δει. 

Όμως αυτός ήταν πουλάκι σε γυμνό κλαρί, 
Μακρόσυρτος ήτα ο ήχος της καμπάνας μέσα στο δείλι του Νοέμβρη,
Και γαλήνιος  ο πατέρας, όταν σαν υπνοβάτης κατέβαινε τη μοσοσκότεινη φιδωτή σκάλα.




Ειρήνη της ψυχής. Έρημο χειμωνιάτικο βράδυ, 
Οι σκοτεινές μορφές των βοσκών στο παλιό υδροστάσι· 
Βρέφος στην αχυρένια καλύβα· ω πόσο ήσυχα 
Βυθιζόταν το πρόσωπο στον μαύρο πυρετό. 
Άγια νύχτα. 

Ή όταν κρατώντας το τραχύ χέρι του πατέρα 
Γαλήνια ανφόριζε τον ζοφερό Γολγοθά 
και μέσα στην αμφιλύκη από τις κόγχες των  βράχων, 
Η γαλάζια μορφή του ανθρώπου διέχιζε τον θρύλο του, 
Πορφυρό κυλούσε το αίμα από την πληγή κάτω από την καρδιά. 
Ω πόσο σιωπηλός υψωνόταν ο Σταυρόςη μέσα στης ψυχής την σκοτεινιά. 

Αγάπη· όταν σε μαύρες γωνίες έλιωνε το χιόνι, 
ένα γαλάζιο φαιδρό αεράκι  παγιδευόταβ στην παλιά κουφοξυλιά,
 στον σκιερό θόλο της καρυδιάς · 
κι αθόρυβα  φανερωνόταν στο αγόρι  ο ροδαλός του άγγελός. 

Χαρά· όταν σε ψυχρές κάμαρες ηχούσε εσπερινή σονάτα, 
σε καστανόχρωμα δοκάρια 
Πρόβαλε έρποντας  γαλάζια πεταλούδα από το ασημένιο της κουκούλι. 

Ω, η εγγύτητα του θανάτου! Σε πέτρινο τείχος
Έγερνε ένα κίτρινο κεφάλι, σιωπούσε το παιδί 
Όταν εκείνο τον Μάρτη έφθινε η Σελήνη. 



Ρόδινη πασχαλινή  καμπάνα στον νεκρικό θόλο της νύχτας 
και οι ασημένιες φωνές των αστεριών τέτοιες που 
Να στάζει  σκοτεινή τρέλα από το μέτωπο του κειμωμένου

Ω πόσο γαλήνιος ήταν ο περίπατος κάτω προς το γαλάζιο ποτάμι, 
Όταν αναπολούσε τα λησμονημένα, και στα  πράσινα κλωνάρια
Ο κότσυφας προσκαλούσε στον θάνατο κάτι το ξένο. 

Ή όταν κρατώντας το οστέινο χέρι του γέρου 
Περνούσε το βράδυ από τα ερειπωμένα τείχη της πόλης 
Κι εκείνος μέσα σε μαύρο μανδύα κουβαλούσε ένα βρέφος ροδαλό, 
το Πνεύμα του Κακού φανερωνόταν στον ίσκιο της καρυδιάς. 

Ψηλάφισμα στα πράσινα σκαλοπάτια του θέρους. Ω πόσο σιγανά 
Ρήμαξε ο κήπος μέσα στη μουντή γαλήνη του φθινοπώρου, 
μοσχοβολούσε και μελαγχολούσε η πανάρχαια κουφοξυλιά, 
Όταν στον ίσκιο του Σεβαστιανού έσβηνε η ασημένια φωνή του αγγέλου. 


Μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου

1 σχόλιο: